Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Αίτηση ανάκλησης απόφασης .....!



Αίτηση ανάκληση απόφασης των ποινών που είχε επιβάλλει το Πειθαρχικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση της 6 / 9 /2010 για πρόδηλες παρανομίες, κατέθεσαν σήμερα  εργαζόμενοι - μέλη του Σωματείου μας που θίχτηκαν άμεσα από τις αποφάσεις - ποινές που τους ασκήθηκαν.

Το Σωματείο σε συνεργασία με  Νομικό Σύμβουλο για άλλη μια φορά καταδεικνύει όλες εκείνες τις παρατυπίες - παρανομίες στις οποίες υπέπεσε το Πειθαρχικό Συμβούλιο προκειμένου  να τιμωρηθούν εργαζόμενοι της καθαριότητας για την "ανυπακοή" τους, εξυπηρετώντας έτσι και τον διακαή πόθο και μένος του πρώην Γενικού.

Αν οι παρακάτω λόγοι καταστρατήγησης του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων δεν είναι ικανοί για να ανακληθούν οι αποφάσεις τότε βλέπω να υπάρξει σοβαρότατο πρόβλημα ....και θα είναι αιτία κινητοποιήσεων, κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη, τη στιγμή που στην ουσία τιμωρούν συναδέλφους καθαρά για τη συνδικαλιστική τους δράση και τίποτα περισσότερο. Προσπαθούν δηλαδή σε μια δύσκολη εποχή για τα εργασιακά μας δικαιώματα να καταστείλουν  συνειδήσεις και δράσεις.  

Παραθέτω ένα υπόδειγμα της αίτησης ανάκλησης ....για να γίνει από όλους κατανοητό το μέγεθος της σωρείας παρανομιών αλλά και το ότι αγωνιζόμαστε για το δίκιο των εργαζομένων που τον τελευταίο καιρό βεβηλώνετε ανηλεώς.

ΠΡΟΣ ΤΟ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ

ΚΑΤ’ΑΡΘΡΟ 144 του Ν. 3584/2007

(ΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ)

Του .........................................., μονίμου υπαλλήλου του Δήμου Πειραιά, κλάδου ΔΕ Οδηγών.

Της αποφάσεως του Υπηρεσιακού - Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά, η οποία ελήφθη στη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2010, όσον αφορά στην επιβολή εις εμέ της ποινής της έγγραφης επίπληξης (Θέμα 7ο).

Αιτούμαι την ανάκληση της αποφάσεως του Υπηρεσιακού - Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά, η οποία ελήφθη στη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2010 και με την οποία μου επεβλήθη η ποινή της έγγραφης επίπληξης για τους ακόλουθους νόμιμους και βάσιμους λόγους:

1. Παράβαση του άρθρου 7 του Ν. 3584/2007
Κατά την παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν. 3584/2007: «Σε κάθε Υπηρεσιακό Συμβούλιο ο αριθμός των οριζόμενων από την Υπηρεσία μελών κάθε φύλου ανέρχεται σε ποσοστό ίσο τουλάχιστον με το 1/3 των οριζομένων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον στην οικεία υπηρεσία υπηρετεί επαρκής αριθμός υπαλλήλων που συγκεντρώνει τις νόμιμες προϋποθέσεις για ορισμό, και τα μέλη που ορίζονται είναι περισσότερα από ένα (1).»

Έτι περαιτέρω, στην υπ’αριθμ. πρωτ. ΔΙΔΑΔ/Φ.37.11/818/οικ. 12889/21-5-2007 του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η οποία εκοινοποιήθη και στην Δ/νση Οργάνωσης και Λειτουργίας των Ο.Τ.Α. αναγράφεται: «Κατά τον ορισμό των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων, εφιστούμε την προσοχή σας στην διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 160, σύμφωνα με την οποία σε κάθε υπηρεσιακό συμβούλιο ο αριθμός των οριζομένων από την υπηρεσία μελών κάθε φύλου ανέρχεται σε ποσοστό ίσο με το 1/3 των οριζομένων, εφόσον στην οικεία υπηρεσία υπηρετεί επαρκής αριθμός υπαλλήλων που συγκεντρώνει τις νόμιμες προϋποθέσεις για ορισμό και εφόσον τα μέλη που ορίζονται είναι περισσότερα από ένα (1).

Έτσι, στα υπηρεσιακά συμβούλια το κάθε φύλο θα πρέπει να εκπροσωπείται σε αυτά από δύο τουλάχιστον πρόσωπα στο σύνολο των τακτικών και αναπληρωματικών μελών. Το ένα εκ των δύο ως άνω οριζομένων μελών, πρέπει υποχρεωτικώς να οριστεί ως τακτικό μέλος προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης και να δοθεί η δυνατότητα έμπρακτης συμμετοχής και των δύο φύλων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.»

Το υπηρεσιακό – Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δήμου Πειραιά όμως, το οποίο αποφάσισε ομόφωνα την επιβολή εις εμέ της πειθαρχικής ποινής αποτελείτο από τρεις γυναίκες, αν και υπήρχαν και άνδρες συνάδελφοι, οι οποίοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις διορισμού.

Εκ των ανωτέρω, σαφώς συνάγεται, ότι η απόφαση του Υπηρεσιακού – Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι άκυρη λόγω κακής συγκρότησης του συλλογικού οργάνου.

2. Παράβαση του άρθρου 126 του Ν. 3584/2007

Το άρθρο 126 προβλέπει ότι
«1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στα συλλογικά πειθαρχικά όργανα των άρθρων 123 και 124 του παρόντος. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός τριμήνου από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή στα συλλογικά όργανα του άρθρου 123 του παρόντος.

2. Τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα του άρθρου 123 του παρόντος ολοκληρώνουν την πειθαρχική διαδικασία εντός τεσσάρων μηνών από την παραπομπή είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης είτε με παραπομπή ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου. Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ολοκληρώνεται η πειθαρχική διαδικασία εντός εξαμήνου από την παραπομπή.

3. Η υπαίτια παράβαση της διάταξης του προηγουμένου εδαφίου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό, για τα μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εκδικάζεται μετά από παραπομπή από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.»

Kατά την παρούσα περίπτωση, εκλήθην σε απολογία στις 9-9-2009 με το υπ’αριθμ. πρωτ. 98034/2522/2009 έγγραφο του Δημάρχου Πειραιά Παναγιώτη Φασούλα, Κατέθεσα την απολογία μου στις 17-9-2009 (αρ. πρωτ. 101811). Η πειθαρχική απόφαση του Δημάρχου Πειραιά με αριθμ. πρωτ 11283/389 εκδόθηκε στις 3-2-2010, ήτοι μετά την παρέλευση της τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, που ορίζει η προπαρατειθέμενη διάταξη.

3. Παράβαση του άρθρου 131 του Ν. 3584/2007
Συμφώνως με το άρθρο 131 «1.Πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται υποχρεωτικά κατά τη διαδικασία ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Κατ’ εξαίρεση, δεν είναι υποχρεωτική η ανάκριση στις ακόλουθες περιπτώσεις: α. Όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο. β. Όταν ο υπάλληλος ομολογεί με την απολογία του κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα. γ. Όταν ο υπάλληλος συλλαμβάνεται επ’αυτοφώρω κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που αποτελεί συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα. δ. Όταν έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα. ε. Όταν έχει διενεργηθεί, πριν από την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου ή της ένστασης, Ε.Δ.Ε. ή άλλη ένορκη εξέταση κατά την οποία διαπιστώθηκε διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο. Το ίδιο ισχύει όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της Διοίκησης».

Κατά την παρούσα περίπτωση, ουδέποτε διεξήχθη πειθαρχική ανάκριση κατά τη διαδικασία ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αν και δεν συνέτρεχε κάποια από τις προϋποθέσεις του νόμου, που καθιστούν προαιρετική την πειθαρχική ανάκριση, ήτοι ομολογία, διεξαγωγή Ε.Δ.Ε., άλλης ένορκης πειθαρχικής εξέτασης κ.λ.π.

4. Παράβαση του άρθρου 136 του Ν 3584/2007
Το άρθρο 136 ορίζει «Κατά την πειθαρχική ανάκριση καλείται οπωσδήποτε για εξέταση ο διωκόμενος υπάλληλος. Ο υπάλληλος εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται μετά δικηγόρου. Η μη προσέλευση του διωκομένου ή η άρνηση του να εξετασθεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης.»

Και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι διεξήχθη πειθαρχική ανάκριση, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, γεγονός το οποίο αρνούμαι, ουδέποτε εκλήθην για εξέταση ως επιτάσσει ο νόμος.

5. Παράβαση του άρθρου 128 παρ. 2 του Ν 3584/2007
Συμφώνως με την παρ. 2 του άρθρου 128: «Το παραπεμπτήριο έγγραφο κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο και αποστέλλεται μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Η παράλειψη κοινοποίησης του παραπεμπτηρίου εγγράφου συνεπάγεται ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας.....»

Η ανωτέρω διάταξη, η μη τήρηση της οποίας επιφέρει ακυρότητα, δεν ετηρήθη, διότι ουδέποτε μου επεδόθη το έγγραφο της παραπομπής της υποθέσεως μου στο Υπηρεσιακό – Πειθαρχικό Συμβούλιο. (ΣτΕ 1467/2003)

6. Παράβαση του άρθρου 138 του Ν 3584/2007
Κατά το άρθρο 138
 «1. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης, δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.

2. Στην κλήση σε απολογία καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσεται εύλογη προθεσμία για απολογία. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από δύο (2) εργάσιμες ημέρες, όταν ο υπάλληλος καλείται σε απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο, και από τρεις (3) εργάσιμες ημέρες, όταν αυτός καλείται από συμβούλιο. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής προθεσμίας, μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του διωκομένου. Εκπρόθεσμη απολογία λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη, εφόσον υποβάλλεται πριν από την έκδοση της απόφασης. Η παράλειψη της κλήσης σε απολογία καλύπτεται από την υποβολή εγγράφου απολογίας.

3. Όταν μετά την κλήση του διωκομένου σε απολογία, ακολουθεί παραπομπή σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 122 του παρόντος, σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο ή στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή στα όργανα του άρθρου 123 του παρόντος, δεν απαιτείται νέα κλήση σε απολογία.

4. Μετά την κλήση σε απολογία η υπόθεση περατούται με την έκδοση της απόφασης»

Εν προκειμένω ουδέποτε εκλήθην σε απολογία από το Υπηρεσιακό -Πειθαρχικό Συμβούλιο, όπως ορίζει ο νόμος.

«Η κλήση σε απολογία του διωκομένου υπαλλήλου από το πειθαρχικό συμβούλιο αποτελεί ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας η τήρηση του οποίου επιβάλλεται ακόμα και στην περίπτωση που ο υπάλληλος έχει υποβάλει απολογία σε προγενέστερο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας σε πειθαρχικώς προϊστάμενο. Η παράλειψη τήρησης του ανωτέρω τύπου συνεπάγεται την ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας και της βάσει αυτής εκδιδόμενης πειθαρχικής αποφάσεως, εκτός αν ο υπάλληλος προσέλθει και απολογηθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και αυτό κρίνει ότι η απολογία αυτή μπορεί να καλύψει την παράλειψη κλήσεως σε απολογία. Εξ άλλου, η κλήση σε απολογία του εγκαλούμενου υπάλληλου πρέπει να χωρεί ως κατακλείς της όλης πειθαρχικής διαδικασίας, μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής εξετάσεως και να αναφέρεται στα συγκεκριμένα παραπτώματα που αποδίδονται τελικώς σε αυτόν» (ΣτΕ 1638/1995,1222/1996).

7. Παράβαση του άρθρου 140 του Ν 3584/2007
Το άρθρο 140 ορίζει τη νόμιμη διαδικασία ενώπιον του Υπηρεσιακού – Πειθαρχικού Συμβουλίου και αναλυτικώς:

«1. Μετά την υποβολή της απολογίας ή την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της, ο Πρόεδρος του Υπηρεσιακού Συμβουλίου προσδιορίζει με πράξη του την ημέρα κατά την οποία θα συζητηθεί η υπόθεση. Η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης ανακοινώνονται εγγράφως στον διωκόμενο πριν από τέσσερις (4) εργάσιμες τουλάχιστον ημέρες.

2. Ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παραστεί είτε αυτοπροσώπως είτε διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον των συλλογικών πειθαρχικών οργάνων των άρθρων 123 και 124 του παρόντος. Η μη προσέλευση του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.

3. Αν το Υπηρεσιακό Συμβούλιο κρίνει ανεπαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία, αναβάλλει την κρίση της υπόθεσης και διατάσσει συμπληρωματική ανάκριση.

4. Η υπηρεσία του διωκομένου υποχρεούται να του χορηγεί ανάλογη άδεια, για να προσέλθει ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου κατά την κρίση της υπόθεσής του».

Η ανωτέρω διαδικασία δεν ετηρήθη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως μου στο Υπηρεσιακό – Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Συγκεκριμένως, ουδέποτε ανακοινώθηκε εις εμέ η ημερομηνία συνεδρίασης του Υπηρεσιακού – Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά την οποία θα εσυζητείτο η υπόθεση μου. Τοιουτοτρόπως, εστερήθην, παρανόμως, των δικαιωμάτων μου και ιδία της δυνατότητος να παραστώ αυτοπροσώπως ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου.

8 . Παράβαση του άρθρου 144 του Ν. 3584/2007
Τέλος κατά παράβαση του άρθρου 144, δεν εκοινοποιήθη η απόφαση του Υπηρεσιακού - Πειθαρχικού Συμβουλίου, ως απαιτείται από το νόμο, αλλά μου επεδόθη έγγραφο υπογεγραμμένο από την Αναπληρώτρια Διευθύντρια Προσωπικού με εντολή του Δημάρχου, με το οποίο μου ανακοινώθηκε η ποινή, χωρίς καν να επισυνάπτεται το Πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου

Επειδή το άρθρο 144 παρ 5 του Ν. 3584/2007 επιτρέπει την ανάκληση πειθαρχικής απόφασης σε περίπτωση προδήλου παρανομίας

Επειδή σε κάθε περίπτωση, αφού η πειθαρχική απόφαση αποτελεί διοικητική πράξη και όχι δικαιοδοτική, μπορεί να ανακληθεί, εφόσον διαπιστωθεί σαφής και αναμφισβήτητη αντίθεση της προς τον νόμο (ΣτΕ 1405/1984)

Επειδή «Αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοση της» ( άρθρο 21 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας)

Επειδή η απόφαση του Υπηρεσιακού – Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά, η οποία ελήφθη στη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2010, της οποίας ζητώ την ανάκληση, δεν υπόκειται σε ένσταση.

Επειδή η παρούσα ασκείται εμπροθέσμως, διότι η ανακοίνωση του Δημάρχου για την ποινή που μου επεβλήθη από το Υπηρεσιακό – Πειθαρχικό Συμβούλιο επεδόθη στις 17-1-2011

Επειδή η πειθαρχική διαδικασία διεξήχθη κατά τρόπο προφανώς παράνομο και η απόφαση του Υπηρεσιακού – Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά εξεδόθη κατά κατάδηλη και αδιαμφισβήτητη παράβαση των διατάξεων του Ν. 3584/2007

Επειδή η διαδικασία συνολικώς και εν κατακλείδι η επιβολή της ποινής προσβάλλει το ατομικό και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ακρόασης ( Άρθρο 20 παρ.2 Συντάγματος)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με ρητή επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος μου
αιτούμαι, ως έχω νόμιμο δικαίωμα, βάσει του άρθρου 144 παρ 5 του Ν. 3584/2007, την ανάκληση της αποφάσεως του Υπηρεσιακού – Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά, η οποία ελήφθη στη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2010, καθό με αφορά (θέμα 7ο) με την οποία μου επεβλήθη η ποινή ................................., λόγω σωρείας προδήλων παρανομιών.

Πειραιάς, 28 -2-2011

Ο αιτών

"timeo Danaos et dona ferentes",
  Β.Γ.