Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Γιώργος Χαρίσης: Ενιαία Εργατοϋπαλληλική Συνομοσπονδία - κανόνες δεοντολογίας σε συνδικάτα και συνδικαλιστές

Συνδικαλιστικό Κίνημα: Προκλήσεις και Προοπτικές σε μια περίοδο οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης»: Ομιλία του Γιώργου Χαρίση, μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της ΑΔΕΔΥ στην ημερίδα της ΠΑΣΥΒΝ, με θέμα «Οι παιδικοί σταθμοί σε κρίσιμους καιρούς».

 
Αγαπητοί συνάδελφοι και συναδέλφισσες…

Τα τριάμισι χρόνια του μνημονίου άλλαξαν πολλά. Κυρίως όμως είχαμε μια βίαιη και σε σύντομο χρόνο ανατροπή της ζωής των εργαζομένων, αφού αφαιρέθηκαν βασικά εργασιακά, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα – σε σας πχ αυξήθηκε και ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας από τις 30 στις 40 ώρες - μειώθηκαν οι μισθοί και οι συντάξεις και διευρύνθηκε το καθεστώς της μερικής απασχόλησης και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων.

Σήμερα αντιμετωπίζουμε το φάσμα των απολύσεων, την συρρίκνωση των κοινωνικών του υπηρεσιών και την εκχώρηση βασικών του λειτουργιών στον ιδιωτικό τομέα.

Το επόμενο διάστημα θα βρεθούν στο στόχαστρο ολόκληρες υπηρεσίες των ΟΤΑ, όπου με τη μέθοδο της κατάργησης θέσεων, οργανισμών και Νομικών Προσώπων, θα βρεθούν στο δεύτερο κύμα της διαθεσιμότητας χιλιάδες εργαζόμενοι στους ΟΤΑ. Ως εργαλεία σ’ αυτή την κατεύθυνση θα χρησιμοποιηθούν οι θεσμικές-μνημονιακές ρυθμίσεις που έχουν ψηφιστεί και με τις οποίες δίνεται η δυνατότητα με Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (Κ.Υ.Α.) και Π.Δ να καταργούνται θέσεις και υπηρεσίες, καθώς και το οικονομικό παρατηρητήριο των ΟΤΑ, με το οποίο δήμοι που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, θα τίθενται υπό μνημονιακή εποπτεία.
Η χώρα μας έγινε το πειραματόζωο για να επεκταθούν αυτές οι ανατροπές σ’ όλη την Ευρώπη, με στόχο να φτηνύνει η εργασία, να φτωχοποιηθούν οι κοινωνίες και να αυξηθούν τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου και των επιχειρηματικών ομίλων σε ευρωπαϊκό παγκόσμιο επίπεδο.

Την ίδια περίοδο οι δυνάμεις της εργασίας, με ευθύνη των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών τους, στάθηκαν αμήχανες απέναντι στην επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου και της συμμαχίας τους με το μπλοκ των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάμεων.

Οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες
κατώτερες των περιστάσεων και χωρίς σχέδιο αντίστασης
Η ήττα δεν οφείλεται στο γεγονός και μόνο ότι απέναντί τους είχαν υπέρτερες δυνάμεις, αλλά κυρίως γιατί ήτανιδεολογικά ευνουχισμένες, πολιτικά ενσωματωμένες και οργανωτικά κατακερματισμένες.
Το συνδικαλιστικό κίνημα φάνηκε απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει αυτή τη λαίλαπα:

1. Στην αρχή γιατί οι ενσωματωμένες ηγετικές πλειοψηφίες στα συνδικάτα, ιδιαίτερα στη ΓΣΕΕ, πίστευαν και αυτές ότι τα προβλήματα βρίσκονται στον αριθμό και τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, αναμασώντας την προπαγάνδα της κυβέρνησης και της τρόικας, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και κυρίως να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση της κοινωνίας το βασικό τους επιχείρημα, ότι δηλ. για όλα τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας, ακόμα και για τους χαμηλούς μισθούς στον ιδιωτικό τομέα έφταιγαν ο μεγάλος αριθμός και οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι.

2. Γιατί δεν είχε ένα σχέδιο αντίστασης απέναντι σ’ αυτές τις πολιτικές κάνοντας τις απαραίτητες συμμαχίες με τ’ άλλα στρώματα της κοινωνίας που πλήττονταν από τις ίδιες πολιτικές. Έτσι έδωσε έναν αμυντικό αγώνα, με την κυβέρνηση να έχει πάντα την πρωτοβουλία των κινήσεων, να επιλέγει η ίδια πότε και ποιους κλάδους εργαζομένων θα πλήξει, να αξιοποιεί τις κλαδικές αντιθέσεις και τις αυταπάτες τους και να μην συγκροτείται απέναντι της ένα πανεργατικό και παλλαϊκό μέτωπο αντίστασης.

3. Γιατί δεν έβλεπε ότι τα μνημόνια, μαζί με τις μεγάλες ανατροπές στον κόσμο της εργασίας, κατέστρεφαν και προλεταριοποιούσαν τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας και κατά συνέπεια η συμμαχία των δυνάμεων της εργασίας μ’ αυτά τα στρώματα αποτελούσε και αποτελεί επιτακτικό καθήκον αν θέλουμε να έχουμε νικηφόρους αγώνες και ανατροπές σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

4. Γιατί περιόριζε την πάλη και τις διεκδικήσεις του εντός των πλαισίων του συστήματος και του εφικτού. Έβαζε σαν στόχους αυτά που μπορούσαν να αποδεχτούν οι κυβερνήσεις και οι εργοδότες και έπαιρνε ό,τι του έδιναν, χωρίς να «εκπαιδεύει» τους εργαζόμενους να μάχονται και να διεκδικούν.

5. Γιατί κυριαρχούσαν και κυριαρχούν δυστυχώς ακόμα και σήμερα οι δυνάμεις του λεγόμενου κυβερνητικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού, οι λογικές της ενσωμάτωσης, του συντεχνιασμού και της ανάθεσης, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να νομίζουν ότι κάποιοι άλλοι, χωρίς τη δικιά τους συμμετοχή, θα τους λύσουν τα προβλήματα και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες να νομίζουν ότι επιτελούν το καθήκον τους επειδή βγάζουν μια καταγγελτική ανακοίνωση ή επειδή εξαγγέλλουν κάποια κινητοποίηση και απεργία, χωρίς σχέδιο, χωρίς προετοιμασία, πολλές φορές για την τιμή των όπλων και για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους.

6. Γιατί μεγαλούργησε τα τελευταία τριάντα χρόνια, η αντίληψη του κοινωνικού διαλόγου και του κοινωνικού εταιρισμού, όπου το σ.κ αντί να βλέπει ταξικούς αντιπάλους, έβλεπε κοινωνικούς εταίρους, έφτιαξε ένα κίνημα αδύναμο, πλαδαρό και ανίκανο να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Τώρα ξέρουμε ότι χωρίς αξιόμαχο «στρατό», χωρίς ισχυρά και ταξικά συνδικάτα δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε και κυρίως δεν μπορούμε να τους ανατρέψουμε και να τους νικήσουμε.

Ανατροπή μέσα από το διαρκή αγώνα
ενός μαζικού, εργατικού, ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος

Το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να συνεχίσει όπως χθες. Αν το κάνει θα μετρά ήττες και θα αναπαράγει την εσωστρέφεια και την ηττοπάθεια στις γραμμές των εργαζομένων. 

Η περίοδος του μνημονίου έδειξε και ποια είναι τα όρια αυτού του σ.κ. Θα απαξιωθεί και θα περιθωριοποιηθεί αν συνεχίσει στην ίδια γραμμή.

Σήμερα πλέον γίνεται συνείδηση στην πλειονότητα των εργαζομένων, είτε βρίσκονται στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, ότι κανένας κλάδος δεν μπορεί να πάει μόνος του ότι κανένα επιμέρους συνδικαλιστικό αίτημα δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί, αν δεν ανατραπεί η μνημονιακή, αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική.

Οι κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος επιβεβαίωσαν επίσης ότι το ζητούμενο είναι ένας μαζικός αγώνας, με τη χρησιμοποίηση των κατάλληλων μορφών πάλης, που δεν θα εξαντλούν και δεν θα απογοητεύουν τους εργαζόμενους και θα δίνουν στον αγώνα διάρκεια και προοπτική και ότι αποτελεί ψευτοδίλλημα η απολυτοποίηση των μορφών πάλης.

Κριτήριο για την αποτελεσματικότητα της όποιας μορφής πάλης χρησιμοποιείται είναι η μαζικότητα και η μαχητική συμμετοχή και άρα καθοριστικό στοιχείο είναι τα αιτήματα που προβάλλονται, η αξιοπιστία της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος, η καταλληλότητα των μορφών που κάθε φορά επιλέγονται, οι συμμαχίες που συγκροτούνται, καθώς και η οργάνωση και η προετοιμασία των κινητοποιήσεων, που εδώ η βαθμολογία του σ.κ είναι κάτω από τη βάση.

Το συνδικαλιστικό κίνημα παράλληλα σήμερα πρέπει να πολιτικοποιήσει και διευρύνει τον ορίζοντα των αιτημάτων του, γιατί γίνεται πλέον συνείδηση ότι και τα επιμέρους εργασιακά-συνδικαλιστικά αιτήματα, αλληλοεμπλέκονται σε έναν γόρδιο δεσμό με τις ασκούμενες πολιτικές, που η λύση τους τα φέρνει σε ευθεία σύγκρουση με αυτές τις πολιτικές και δεν λύνονται παρά μόνο με την πλήρη ανατροπή τους.

Πρέπει να περάσει από τον αμυντικό στον επιθετικό αγώνα και να πρωτοστατήσει στην οργάνωση της εργατικής-λαϊκής αντεπίθεσης, για την ανατροπή των βάρβαρων μνημονιακών πολιτικών και των πολιτικών τους εκφραστών.

Αν είχαμε ένα τέτοιο, αγωνιστικό και ταξικό κίνημα, σήμερα, χθες και προχθές, που οι δυνάμεις καταστολής μπήκαν στην ΕΡΤ, που συζητιέται η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ στη βουλή, δεν θα έπρεπε να ποιείται την νήσσα, αλλά να πρωτοστατούσε σ’ όλη την Ελλάδα στην οργάνωση παλλαϊκών συγκεντρώσεων ανατροπής.

Τι φοβάται; Μήπως παρεξηγηθεί, μήπως του καταλογίσουν ότι στηρίζει κάποιο κόμμα; Ποιοι θα ισχυριστούν αυτό; Αυτοί που και σήμερα, παρά τις φραστικές τους διαφοροποιήσεις συνεχίζουν να στηρίζουν τα κόμματα της καταστροφής;

Επαναφορά των εργασιακών κατακτήσεων,
επαναπρόσληψη των απολυμένων

Τα συνδικάτα πρέπει να διαμορφώσουν τη δικιά τους εργατική πολιτική, να είναι αυτόνομα και να κρίνουν τα κόμματα και τις κυβερνήσεις γι’ αυτά που λένε και κυρίως γι’ αυτά που πράττουν και να παίρνουν θέση στήριξης ή αντιπαράθεσης. Δηλ. αν μια κυβέρνηση της Αριστεράς καταγγείλει το μνημόνιο, προχωρήσει στη διαγραφή του χρέους και στην εθνικοποίηση των τραπεζών και δεχτεί την λυσσαλαία επίθεση του κεφαλαίου, θα κρατήσει ουδέτερη στάση για να μην κακοχαρακτηριστεί;

-Το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να απαιτήσει την επαναφορά βασικών μισθολογικών, εργασιακών, ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αφαιρέθηκαν βίαια στην εποχή του μνημονίου και να διεκδικήσει την επαναπρόσληψη όλων όσων απολύθηκαν με το καθεστώς της «διαθεσιμότητας».

-Να αγωνιστεί για τη διαγραφή όλου ή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, το οποίο είναι άδικο και ταξικό και για το οποίο δεν ευθύνεται ο ελληνικός λαός, αποτελεί τη θηλιά του, τον μετατρέπει σε είλωτα, και θα τον κάνει να εργάζεται σε μια χώρα χωρίς δικαιώματα για να αποπληρώνονται οι δανειστές και οι τοκογλύφοι.

-Να απαιτήσει την εθνικοποίηση και τον εργατικό-κοινωνικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, για να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο ανάπτυξης σε όφελος του λαού.

Τα κεφάλαια των τραπεζών είναι λεφτά, που δεν ανήκουν στους τραπεζίτες, αιμοδοτήθηκαν και αιμοδοτούνται από τους εργαζόμενους και τον ελληνικό λαό και είναι αυτές που μεταξύ των άλλων έχουν εκτινάξει και το χρέος της χώρας μας, αφού με πάνω από 200 δισ. € έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί μέχρι σήμερα.

-Να παλέψει για την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου υπέρ των εργαζομένων και των φτωχών και για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας,με βασικό κριτήριο τα συμφέροντα του λαού και της χώρας.

Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ έχουν αλλάξει όλα γύρω μας, τα συνδικάτα παραμένουν τα ίδια, οι ίδιοι συσχετισμοί, η ίδια γραμμή, τα ίδια πρόσωπα, το ίδιο «σκληρό» πλαίσιο λειτουργίας τους, ο συντεχνιασμός και η υποχώρηση των βασικών αξιών του εργατικού κινήματος, όπως η ανιδιοτέλεια και η αλληλεγγύη. 

Όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν και ο βασικός συντελεστής των αλλαγών αυτών είναι η «ορμητική» είσοδος των εργαζομένων στα συνδικάτα, για να αλλάξουν τη δομή, τη λειτουργία, τον προσανατολισμό τους και να στείλουν στο περιθώριο πρόσωπα και δυνάμεις που ευθύνονται για σημερινή κατάσταση.

Είναι τουλάχιστον υποκριτικό και προσβλητικό για τη νοημοσύνη των εργαζομένων οι συντελεστές της ήττας να φιλοδοξούν να γίνουν και οι αρχιτέκτονες μιας νικηφόρας εργατικής αντεπίθεσης.

Ό,τι και να πουν, όποιες μεταμορφώσεις και αν κάνουν αυτές οι πλειοψηφικές ηγεσίες της ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και Ομοσπονδίες, πέρα από πρόσωπα, σηματοδοτούν σήμερα την ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος και πρέπει οι εργαζόμενοι να απαλλαγούν από αυτές.

Αυτές οι δυνάμεις αρνούνται και σήμερα ακόμη την ενότητα όλων των εργαζομένων, συνεχίζουν να κινούνται με τους ρυθμούς του παρελθόντος, κάνουν τα πάντα για να μη χάσουν τις «καρέκλες» τους και δεν βλέπουν γύρω τους τον κοινωνικό Αρμαγεδδώνα του συντελείται.

Αρνούνται την άρση της ιστορικής διάσπασης του εργατικού κινήματος στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, με την άμεση ενοποίηση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, αδιαφορούν για τον οργανωτικό του κατακερματισμό, σε μικρά και αδύναμα σωματεία και ομοσπονδίες, που είναι ανίσχυρα απέναντι στην εργοδοσία, ενώ στις γραμμές τους καλλιεργούν και αναπαράγουν τον συντεχνιακό.

Ανάγκη για μία, ενιαία και δυνατή Συνομοσπονδία

Σήμερα υπάρχουν 45 Ομοσπονδίες στην ΑΔΕΔΥ και 73 στη ΓΣΕΕ, όταν θα έπρεπε, αφού συνενωθούν οι δύο συνομοσπονδίες, ο αριθμός των ομοσπονδιών να μην ξεπερνά τις 20-25.

Δεν συμφωνούν στην ένταξη όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα σχέσης εργασίας, σε ενιαία συνδικάτα. 

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην ΠΟΕ-ΟΤΑ, όπου αποκλείστηκαν 18 σωματεία, τα πιο μαζικά και αγωνιστικά, από την αντιπροσώπευσή τους στην ομοσπονδία, και μάλιστα όχι με ενιαία κριτήρια, αλλά με βάση πολιτικές σκοπιμότητες και με αποκλειστικό γνώμονα την αλλοίωση της αντιπροσωπευτικότητας και των συσχετισμών της ομοσπονδίας, που ήταν καταστροφικό την περίοδο που έγινε, όπου εξελίσσονταν η μνημονιακή καταστροφή και που ως ένα βαθμό καθόρισε την αποτελεσματικότητα της πάλης και την έκβαση των αγώνων των εργαζομένων, γι’ αυτό και οι ευθύνες αυτών των δυνάμεων είναι πολύ καθοριστικές.

Το κυριότερο όμως είναι ότι οι ίδιες δυνάμεις με τις εγωιστικές τους εμμονές και κυρίως με τους προσωπικούς και μικροπαραταξιακούς τους υπολογισμούς, δημιουργούν προβλήματα και στη γνησιότητα και αντιπροσωπευτικότατα του συνεδρίου της ΑΔΕΔΥ, που θα γίνει στις 27-29 Νοέμβρη του 2013.

Η κυβέρνηση σήμερα θέλει να δώσει τη χαριστική βολή στα συνδικάτα, να τα αποδυναμώσει πλήρως και να τα «αχρηστεύσει» στα μάτια των εργαζομένων. Κατάργησε ουσιαστικά τις ΣΣΕ και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ρυθμίζει μονομερώς τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, επέκτεινε το καθεστώς των ατομικών συμβάσεων και εντείνει τις απειλές και την τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς, ποινικοποιεί τη συνδικαλιστική δράση και συκοφαντεί κάθε έννοια συλλογικής δράσης και διεκδίκησης.

Οι ηγετικές πλειοψηφίες στο συνδικαλιστικό κίνημα δυστυχώς κάνουν ό,τι μπορούν για να βρίσκουν έδαφος αυτές οι συκοφαντίες σε βάρος των συνδικάτων και των συνδικαλιστών.

Με την πρώτη ψιχάλα,
οι πλειοψηφίες ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ πήγαν… σπίτι τους

Κατάντησαν τη ΓΣΕΕ άδειο πουκάμισο, δεν έχει καμιά δυνατότητα κινητοποίησης, δεν έχει καμιά υπόληψη και αξιοπιστία η ηγεσία της στους εργαζόμενους, ουσιαστικά σήμερα έχει συμμαχήσει με τις δυνάμεις του μνημονίου και παίζει έναν προδοτικό ρόλο, με αποτέλεσμα να έχουμε την πλήρη απομαζικοποίηση των συνδικάτων στον ιδιωτικό τομέα.

Αν η ΑΔΕΔΥ δεν μπορέσει να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο, αν δεν σταματήσει τις απολύσεις και πολύ περισσότερο αν δεν εμπνεύσει τους εργαζόμενους και αν δεν αποδείξει ότι αυτά που λέει στα χαρτιά, τα υπηρετεί στην πράξη, τότε πολύ φοβάμαι ότι την επόμενη τριετία, μέχρι το επόμενο τακτικό συνέδριο της ΑΔΕΔΥ που θα γίνει το Νοέμβριο του 2016, θα περάσουμε στην πλήρη αποδυνάμωση και απαξίωση του συνδικαλιστικού κινήματος και στο δημόσιο.

Οι πλειοψηφίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, με λίγα λόγια, θα πρέπει να καταλάβουν πως πρέπει να αλλάξουν τακτική, να υπερασπιστούν με σθένος τα δικαιώματα των εργαζομένων, και να μη βρίσκουν την όποια δικαιολογία για να «εξασθενίσουν» την όποια κινητοποίηση, όπως έγινε πρόσφατα στην απεργία της 6ης Νοεμβρίου, όπου με την πρώτη ψιχάλα επέστρεψαν… στα γραφεία τους, ενώ οι εργαζόμενοι παρέμειναν στους δρόμους και πορεύθηκαν προς τη Βουλή.

Είπα πως πρέπει να καταλάβουν οι σημερινές πλειοψηφίες ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Μπορούν όμως; Από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, δείχνουν πως ούτε θέλουν ούτε μπορούν.

Άρα τι πρέπει να γίνει; Να ανατραπούν και να αλλάξουν. Και η πρώτη ευκαιρία μας δίδεται στο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, από 27-29 Νοέμβρη, όπου όλες οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς προσέρχονται ενισχυμένες.

Περιμένουμε από τις δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς να ξεπεράσουν το σεχταρισμό τους, να δουν την καταστροφή που συντελείται και να συμβάλλουν στην ανατροπή για την οποία μίλησα.

Ωστόσο, περιμένουμε και από αυτούς, τους απλούς σύνεδρους, που μιλούν για ανατροπή να κάνουν πράξη ό,τι λένε. Δεν πρέπει να παρασυρθούν από τις οβιδιακές μεταμορφώσεις και τα αντιμνημονιακά «κοστούμια» που θα ξαναφορέσουν παρατάξεις και πρόσωπα που θέλουν να διεκδικήσουν εκ νέου την πλειοψηφία και την προεδρία της ΑΔΕΔΥ.

Ανατροπή των συσχετισμών ΤΩΡΑ,
για να έρθουν τα πάνω κάτω και οι εργαζόμενοι στο προσκήνιο

Εμείς κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου και καλούμε όλες τις ταξικές, αγωνιστικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος, σε ένα μέτωπο για να φέρουμε τα πάνω κάτω στα συνδικάτα, για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να ξαναποκτήσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτά.

Παλεύουμε να γίνουν ΤΩΡΑ οι αλλαγές που χρειάζονται, για να γίνουν τα συνδικάτα ισχυρά και αξιόμαχα. Πρέπει τα ίδια θεσμοθετήσουν κανόνες δεοντολογίας και ασυμβίβαστα που θα ενισχύουν την αξιοπιστία τους και την έξωθεν καλή τους μαρτυρία. Δεν μπορεί να υπάρχουν συνδικαλιστές που να καταλαμβάνουν διευθυντικές θέσεις ή θέσεις κυβερνητικές, ούτε να χρησιμοποιείται η συνδικαλιστική δράση για την προσωπική ανέλιξη και ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών, που θα υλοποιούν πολιτικές που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με θέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, που ίδιοι υπηρετήσουν μέχρι τότε.

Μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να κυβερνήσει και κυρίως δεν μπορεί να συγκρουστεί με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και να προχωρήσει σε ανατροπές, μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που θα ανοίγουν τον δρόμο στο σοσιαλισμό, χωρίς ισχυρά συνδικάτα, ικανά να συγκρουστούν με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και να «σπρώξουν» τις δυνάμεις τις Αριστεράς μπροστά και όχι να συμβιβαστούν και να ενσωματωθούν στις δυσκολίες της κυβερνητικής διαχείρισης και της εξουσίας.

Εδώ και τώρα να έρθουν τα πάνω κάτω. Οι ηγεσίες τους δεν πρόκειται να το κάνουν. Είναι ξεκομμένες και κυρίως βλέπουν ότι σε μια τέτοια προοπτική αυτές δεν θα έχουν θέση. Η κυρίαρχη μέχρι σήμερα δύναμη, η ΠΑΣΚΕ, είναι στον αέρα και η έλλειψη πολιτικών αναφορών και σταθερών την κάνει πολλές φορές επικίνδυνη, να λειτουργεί ως μηχανισμός για την αναπαραγωγή της συνδικαλιστικής της γραφειοκρατίας.

Η συνδικαλιστική Αριστερά πρέπει να ξεπεράσει το σεχταρισμό ορισμένων τμημάτων της, να λειτουργήσει με όρους κινήματος για να μπορέσει να γίνει η ατμομηχανή των τομών και των αλλαγών για ένα σ.κ. ενιαίο, ταξικό και αυτόνομο από τις κυβερνήσεις και την εργοδοσία, για να γίνει πραγματικότητα το σύνθημά μας, ότι δηλαδή χρειαζόμαστε συνδικάτα που θα σέβονται οι εργαζόμενοι και θα φοβούνται οι κυβερνήσεις και εργοδοσίες!

Σας ευχαριστώ πολύ.                                                          Αθήνα, 10-11-2013
Το πρόγραμμα της ημερίδας: ΕΔΩ