Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Ο ν.4369/2016 (αξιολόγηση) να μείνει στα χαρτιά



Κοινό τόπο αποτέλεσε, για όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, η προσπάθεια μεταφοράς των ευθυνών για την κατάσταση που επικρατεί στις δημόσιες υπηρεσίες, στους εργαζόμενους σε αυτές.
Το σύνολο των παραπάνω παρεμβάσεων, παρουσιάζονταν ως μεταρρυθμίσεις που στόχο είχαν να αντιμετωπίσουν τις «παθογένειες» του Δημοσίου και να το καταστήσουν πιο «αποτελεσματικό» και φιλικότερο προς την κοινωνία.
Τα αποτελέσματα όμως και οι στόχοι αυτών των πολιτικών, είναι πλέον εμφανή σε όλους.
Φιλέτα του δημοσίου εκχωρήθηκαν σε ιδιώτες κερδοσκόπους, χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους και κρίσιμοι τομείς (όπως Νοσοκομεία, Σχολεία, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Ασφαλιστικά ταμεία κλπ) ουσιαστικά υπολειτουργούν.
Με την ίδια λογική, την βελτίωση της κατάστασης στο Δημόσιο, ψηφίστηκε και ο νόμος 4369/2016 της κυβέρνησης για την αξιολόγηση του προσωπικού και την επιλογή στελεχών για τη δημόσια διοίκηση.
Ένα νομοσχέδιο το οποίο είναι σαφέστατα ευθυγραμμισμένο με τη μνημονιακή πολιτική, που συνολικά η κυβέρνηση ακολουθεί, που αποδέχεται απολύτως το ρόλο που η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη επιφυλάσσει για το δημόσιο και το οποίο εν τέλει δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που επικαλείται.
Ένα νομοσχέδιο που δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικά ζητήματα του δημοσίου (βλ. υποστελέχωση, πόροι, υλικοτεχνική υποδομή κλπ), αποδέχεται τη διαμορφωθείσα τα τελευταία χρόνια κατάσταση και συνεχίζει στην ίδια περίπου κατεύθυνση.
Στοχοθεσία …. μπορεί στην φετινή αξιολόγηση να μην εφαρμόζεται, γιατί δεν έχουν οριστεί οι …στόχοι του υπαλλήλου και της υπηρεσίας αλλά πρόκειται να εφαρμοστεί σε όλες τις επόμενες ετήσιες αξιολογήσεις υπηρεσιών και προσωπικού.
Το νέο σύστημα αξιολόγησης δεν λαμβάνει υπ όψιν του την κατάσταση που έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο, με την τεράστια έλλειψη προσωπικού και την αδυναμία ουσιαστικά των υπηρεσιών να λειτουργήσουν. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι προφανές ότι κανένα σύστημα αξιολόγησης του προσωπικού δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών, για τον απλούστατο λόγο ότι τα προβλήματα δεν εντοπίζονται στην «απόδοση» του προσωπικού, αλλά στην έλλειψή του.
Προβλέπει ατομική και συλλογική στοχοθεσία και την αξιολόγηση με βάση το βαθμό επίτευξής της, κάτι που θεωρείται τουλάχιστον υποκριτικό αν όχι ύποπτο, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων στο δημόσιο καλύπτουν περισσότερα του ενός αντικείμενα (λόγο της έλλειψης προσωπικού), αντικείμενα που πολλές φορές δεν αντιστοιχούν στην ειδικότητα ή τη θέση τους.
Η θέσπιση στόχων σε επίπεδο για παράδειγμα τμήματος ή διεύθυνσης, τι εξυπηρετεί, όταν εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι η επίτευξή τους είναι ουσιαστικά αδύνατη λόγω των συνθηκών που υπάρχουν και ποια θα είναι η επίπτωση για το μέλλον των δομών αυτών, εξαιτίας της χαμηλής τους αξιολόγησής τους;
Στόχος των παραπάνω δεν είναι φυσικά η «βελτίωση» του υπαλλήλου ή του τμήματος που δεν επιτυγχάνει τους στόχους, αλλά η μεταφορά ουσιαστικά της ευθύνης για τα προβλήματα και τις αδυναμίες του δημοσίου τομέα στους εργαζόμενους και τις δομές του δημοσίου, προετοιμάζοντας ουσιαστικά το κλείσιμό τους.
Στην συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης των Ο.Τ.Α. Α’ βαθμού, που ασχολείται με την εξέταση των ενστάσεων των αξιολογούμενων, τις ειδικές εκθέσεις αξιολόγησης για τους άριστους και τους ανεπαρκείς και την βαθμολόγηση του αξιολογούμενου όταν υπάρχει απόκλιση της βαθμολογίας μεταξύ των δύο αξιολογητών, δεν προβλέπεται καθόλου η συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων, ενώ στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα όπου εκεί προβλέπεται, ο ρόλος που δίνεται στους αιρετούς εκπρόσωπους των εργαζομένων είναι διακοσμητικός εφόσον περιορίζεται μόνο στο δικαίωμα λόγου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Το νέο σύστημα αξιολόγησης δεν προσδιορίζει ποιο από τα δύο προηγείται, η συνέλευση και η αξιολόγηση του προϊσταμένου από τους υφιστάμενους ή η αξιολόγηση των υφιστάμενων από τον προϊστάμενο του Τμήματος; Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι ένα πεδίο που δημιουργεί σχέση εξάρτησης υφισταμένων – προϊσταμένων και όχι συνθήκες αντικειμενικής κρίσης.
Η σύνδεση της αξιολόγησης – μισθολογίου που επιχειρείται, είναι χαρακτηριστική της κυρίαρχης ιδεολογικής κατεύθυνσης, την οποία η κυβέρνηση με την υπογραφή του 3ου μνημονίου αποδέχεται και υπηρετεί.
Στο νέο σύστημα αξιολόγησης δεν αναφέρεται τι γίνεται με όσους κρίνονται ανεπαρκείς ή ανίκανοι για εργασία και μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό.
Ενώ παρά τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις της κυβέρνησης και της θέσπισης του Εθνικού Μητρώου Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, οι προβλέψεις του νομοσχεδίου κάθε άλλο παρά εξασφαλίζουν την διαφάνεια και την αξιοκρατία στη δημόσια διοίκηση.
Με κορυφή του παγόβουνου τον ρόλος της συνέντευξης που παραμένει καθοριστικός για τις επιλογές των στελεχών, δεδομένης μάλιστα της εμπειρίας των τελευταίων ετών. Εμπειρία που δείχνει ότι ο συγκεκριμένος θεσμός όχι μόνο δεν χρησιμοποιήθηκε ως ένα επιπλέον εργαλείο, πέραν των τυπικών προσόντων, για την επιλογή των πιο ικανών, αλλά μάλλον ως ένα μέσω προκειμένου να παρακαμφθούν τα τυπικά προσόντα κα να προωθηθούν οι επιλογές της εκάστοτε διοίκησης.
Για τις θέσεις των Γενικών Διευθυντών η τελική επιλογή ανήκει στον εκάστοτε υπουργό, ο οποίος επιλέγει μεταξύ των τριών που προτείνει το ΕΣΕΔ, χωρίς αιτιολόγηση της επιλογής του.
Με απόφαση του υπουργού, μετά από πρόταση του ΕΣΕΔ και εφόσον κριθεί ότι οι υποψήφιοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, η στελέχωση των νευραλγικών αυτών θέσεων μπορεί να γίνει και από στελέχη του ιδιωτικού τομέα.
Στο ΕΣΕΔ, προβλέπεται η συμμετοχή φορέων όπως ο ΣΕΒ, ο Συνήγορος του Πολίτη (παρά το γεγονός ότι ρόλος του είναι να ελέγχει και όχι να λειτουργεί τη δημόσια διοίκηση), εκπροσώπου της ΕΣΔΔΑ, αλλά αποκλείονται συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι και η ΑΔΕΔΥ καλείται να προτείνει έναν εμπειρογνώμονα!!!.
Ενώ το Νομοσχέδιο επικαλείται για τις κρίσεις, την ανάγκη συνυπολογισμού πολλών παραμέτρων (πτυχία, προϋπηρεσία, μεταπτυχιακά, εμπειρία, συνέντευξη κλπ), ουσιαστικά προτάσσει, με βάση τη μοριοδότηση που προβλέπει και θέτει υπεράνω κάθε διαδικασίας, τους αποφοίτους της ΕΣΔΔΑ.
Ταυτόχρονα, είναι τουλάχιστον προβληματική η συμμετοχή στις επιλογές στελεχών, εκπροσώπων της ΕΣΔΔΑ, τη στιγμή που απόφοιτοι της συγκεκριμένης σχολής θα είναι διεκδικητές των θέσεων αυτών.
Οι εργαζόμενοι και το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να μπλοκάρουν και αυτή την αξιολόγηση.
Όπως μαζικά και με επιτυχία καταφέραμε να καταργήσουμε στην πράξη την αξιολόγηση με ποσόστωση του Μητσοτάκη, με την ίδια αποφασιστικότητα και μαζικότητα πρέπει να αντισταθούμε και να αντιδράσουμε στην αξιολόγηση του ν. 4369/2016 και να μείνει στα χαρτιά.   
Είναι ξεκάθαρο ότι ο ν. 4369/2016 εξυπηρετεί μνημονιακούς στόχους και δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν στον Δημόσιο τομέα, να αναβαθμίσει τις υπηρεσίες και το προσωπικό για την κάλυψη των αναγκών των πολιτών.
Αντιθέτως, συνεχίζεται και από τη σημερινή κυβέρνηση η πολιτική της σταδιακής απαξίωσης των δομών και των υπηρεσιών της, το πέρασμά τους σε ιδιώτες και η διεύρυνση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, ενώ ο παραγόμενος πλούτος και η σκληρή υπερφορολόγηση των εργαζομένων θα καταλήγουν στα θησαυροφυλάκια των δανειστών.


ΜΕΤΑ-ΟΤΑ

Εργαζομένων Δήμου Πειραιά

Η εγκύκλιος του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότηση ΕΔΩ