Ο Δημόσιος Τομέας αποτέλεσε, τα τελευταία χρόνια, πεδίο εφαρμογής σκληρών μνημονιακών πολιτικών. Βασικοί άξονες των πολιτικών αυτών, που ασπάζεται σε μεγάλο βαθμό και η σημερινή κυβέρνηση με την υπογραφή του 3ου μνημονίου, αποτέλεσαν η ραγδαία μείωση των δομών του δημοσίου, οι χιλιάδες απολύσεις εργαζομένων, η μεταφορά αντικειμένων σε ιδιωτικά συμφέροντα, ο δραστικός περιορισμός του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, οι μεγάλες μειώσεις στους μισθούς (που μεσοσταθμικά αγγίζουν το 40%), η μείωση των δαπανών για τη λειτουργία του δημοσίου, που καθιστούν τη λειτουργία νευραλγικών υπηρεσιών (όπως νοσοκομεία, παιδικοί σταθμοί κλπ) αδύνατη.
Κοινό τόπο επίσης αποτέλεσε, για όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, η προσπάθεια μεταφοράς των ευθυνών για την κατάσταση που επικρατεί στις δημόσιες υπηρεσίες, στους εργαζόμενους σε αυτές. Το σύνολο των παραπάνω παρεμβάσεων, παρουσιάζονταν ως μεταρρυθμίσεις που στόχο είχαν να αντιμετωπίσουν τις «παθογένειες» του Δημοσίου και να το καταστήσουν πιο «αποτελεσματικό» και φιλικότερο προς την κοινωνία. Τα αποτελέσματα όμως και οι στόχοι αυτών των πολιτικών, είναι πλέον εμφανή σε όλους. Φιλέτα του δημοσίου εκχωρήθηκαν σε ιδιώτες κερδοσκόπους, χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους και κρίσιμοι τομείς (όπως Νοσοκομεία, Σχολεία, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Ασφαλιστικά ταμεία κλπ) ουσιαστικά υπολειτουργούν.
Με την ίδια λογική, την βελτίωση της κατάστασης στο Δημόσιο, ψηφίστηκε και το νέο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την αξιολόγηση του προσωπικού και την επιλογή στελεχών για τη δημόσια διοίκηση. Ένα νομοσχέδιο το οποίο είναι σαφέστατα ευθυγραμμισμένο με τη μνημονιακή πολιτική, που συνολικά η κυβέρνηση ακολουθεί, που αποδέχεται απολύτως το ρόλο που η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη επιφυλάσσει για το δημόσιο και το οποίο εν τέλει δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που επικαλείται. Ένα νομοσχέδιο που δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικά ζητήματα του δημοσίου (βλ. υποστελέχωση, πόροι, υλικοτεχνική υποδομή κλπ), αποδέχεται τη διαμορφωθείσα τα τελευταία χρόνια κατάσταση και συνεχίζει στην ίδια περίπου κατεύθυνση.
Στοχοθεσία ….
Το Νομοσχέδιο δεν λαμβάνει υπ όψιν του την κατάσταση που έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο, με την τεράστια έλλειψη προσωπικού και την αδυναμία ουσιαστικά των υπηρεσιών να λειτουργήσουν. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι προφανές ότι κανένα σύστημα αξιολόγησης του προσωπικού δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών (όπως επικαλείται το νομοσχέδιο), για τον απλούστατο λόγο ότι τα προβλήματα δεν εντοπίζονται στην «απόδοση» του προσωπικού, αλλά στην έλλειψή του.
● Το Νομοσχέδιο προβλέπει ατομική και συλλογική στοχοθεσία και την αξιολόγηση με βάση το βαθμό επίτευξής της, κάτι που θεωρείται τουλάχιστον υποκριτικό αν όχι ύποπτο, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων στο δημόσιο καλύπτουν περισσότερα του ενός αντικείμενα (λόγο της έλλειψης προσωπικού), αντικείμενα που πολλές φορές δεν αντιστοιχούν στην ειδικότητα ή τη θέση τους.
● Η θέσπιση στόχων σε επίπεδο για παράδειγμα τμήματος ή διεύθυνσης, τι εξυπηρετεί, όταν εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι η επίτευξή τους είναι ουσιαστικά αδύνατη λόγω των συνθηκών που υπάρχουν και ποια θα είναι η επίπτωση για το μέλλον των δομών αυτών, εξαιτίας της χαμηλής τους αξιολόγησής τους;
● Στόχος των παραπάνω δεν είναι φυσικά η «βελτίωση» του υπαλλήλου ή του τμήματος που δεν επιτυγχάνει τους στόχους, αλλά η μεταφορά ουσιαστικά της ευθύνης για τα προβλήματα και τις αδυναμίες του δημοσίου τομέα στους εργαζόμενους και τις δομές του δημοσίου, προετοιμάζοντας ουσιαστικά το κλείσιμό τους.
● Ενδεικτικό των προβλημάτων, πιθανά και των πραγματικών διαθέσεων, είναι το γεγονός ότι μετά τη βαθμολόγηση των υπαλλήλων, δικαίωμα ένστασης έχουν μόνο όσοι έλαβαν βαθμό κάτω από 70, τη στιγμή που για να έχει κάποιος δικαίωμα συμμετοχής στο Μητρώο στελεχών πρέπει να βαθμολογηθεί με πάνω από 75. Έτσι όσοι λαμβάνουν βαθμό από 70 έως 75 αποκλείονται απ’ το Μητρώο, χωρίς ταυτόχρονα να έχουν δικαίωμα ένστασης.
● Η σύνδεση δε αξιολόγησης - μισθολογίου, είναι χαρακτηριστική της κυρίαρχης ιδεολογικής κατεύθυνσης, την οποία η κυβέρνηση με την υπογραφή του 3ου μνημονίου αποδέχεται και υπηρετεί.
«Αξιοκρατική» συνέντευξη
Παρά τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις της κυβέρνησης και της θέσπισης του Εθνικού Μητρώου Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, οι προβλέψεις του νομοσχεδίου κάθε άλλο παρά εξασφαλίζουν την διαφάνεια και την αξιοκρατία στη δημόσια διοίκηση.
● Ο ρόλος της συνέντευξης παραμένει καθοριστικός για τις επιλογές των στελεχών, δεδομένης μάλιστα της εμπειρίας των τελευταίων ετών. Εμπειρία που δείχνει ότι ο συγκεκριμένος θεσμός όχι μόνο δεν χρησιμοποιήθηκε ως ένα επιπλέον εργαλείο, πέραν των τυπικών προσόντων, για την επιλογή των πιο ικανών, αλλά μάλλον ως ένα μέσω προκειμένου να παρακαμφθούν τα τυπικά προσόντα κα να προωθηθούν οι επιλογές της εκάστοτε διοίκησης.
● Για τις θέσεις των Γενικών Διευθυντών η τελική επιλογή ανήκει στον εκάστοτε υπουργό, ο οποίος επιλέγει μεταξύ των τριών που προτείνει το ΕΣΕΔ, χωρίς αιτιολόγηση της επιλογής του.
● Με απόφαση του υπουργού, μετά από πρόταση του ΕΣΕΔ και εφόσον κριθεί ότι οι υποψήφιοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, η στελέχωση των νευραλγικών αυτών θέσεων μπορεί να γίνει και από στελέχη του ιδιωτικού τομέα.
● Στο ΕΣΕΔ, προβλέπεται η συμμετοχή φορέων όπως ο ΣΕΒ, ο Συνήγορος του Πολίτη (παρά το γεγονός ότι ρόλος του είναι να ελέγχει και όχι να λειτουργεί τη δημόσια διοίκηση), εκπροσώπου της ΕΣΔΔΑ, αλλά αποκλείονται συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι και η ΑΔΕΔΥ καλείται να προτείνει έναν εμπειρογνώμονα!!!.
● Ενώ το Νομοσχέδιο επικαλείται για τις κρίσεις, την ανάγκη συνυπολογισμού πολλών παραμέτρων (πτυχία, προϋπηρεσία, μεταπτυχιακά, εμπειρία, συνέντευξη κλπ), ουσιαστικά προτάσσει, με βάση τη μοριοδότηση που προβλέπει και θέτει υπεράνω κάθε διαδικασίας, τους αποφοίτους της ΕΣΔΔΑ.
● Ταυτόχρονα, είναι τουλάχιστον προβληματική η συμμετοχή στις επιλογές στελεχών, εκπροσώπων της ΕΣΔΔΑ, τη στιγμή που απόφοιτοι της συγκεκριμένης σχολής θα είναι διεκδικητές των θέσεων αυτών.
● Στα Ειδικά Συμβούλια Επιλογής που συστήνονται για την επιλογή των στελεχών, συμμετέχει και ο προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης του οικείου Υπουργείου, γεγονός που αναπόφευκτα θα δημιουργήσει σχέσης εξάρτησης υφισταμένων – προϊσταμένων για την προ της επιλογής περίοδο και σίγουρα όχι συνθήκες αντικειμενικής κρίσης.
Τα παραπάνω είναι μερικά παραδείγματα που δικαιολογούν τη θέση μας ότι δεν πρόκειται ο ν. 4369/2016 να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν στον Δημόσιο τομέα, να αναβαθμίσει τις υπηρεσίες και το προσωπικό για την κάλυψη των αναγκών των πολιτών, προτείνει αναξιοκρατικές διαδικασίες στην κρίση και την επιλογή στελεχών και εγείρει πολλά ερωτηματικά η στοχοθεσία έτσι όπως προβάλλεται ως προς τα αποτελέσματά της.
ΜΕΤΑ-ΟΤΑ / 29-2-2016