Άρης Καζάκος, καθηγητής εργατικού δικαίου στο ΑΠΘ
Συνέντευξη στον Λευτέρη Αρβανίτη
Η πολυδιάσπαση του συνδικαλιστικού
κινήματος σήμερα είναι έγκλημα. Κυρίαρχο στοιχείο της σημερινής
κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από την ανελέητη επίθεση στους εργαζόμενους
είναι ο φόβος». Αυτά υποστηρίζει ο καθηγητής Εργατικού Δικαίου στο ΑΠΘ,
Άρης Καζάκος.
Το εργατικό δίκαιο από τη φύση του παίρνει την μεριά του
αδύνατου. Σε μια περίοδο γενικευμένης επίθεσης στους εργαζόμενους και
μετασχηματισμού των εργασιακών σχέσεων, υπάρχει ο κίνδυνος το νομικό
πλαίσιο που διαμορφώνεται να λειτουργήσει νομιμοποιητικά σε εργοδοτικές
αποφάσεις;
Η ιδρυτική συνθήκη του Εργατικού Δικαίου
είναι ο λεγόμενος «μεροληπτικός» του χαρακτήρας. Προορισμός του,
δηλαδή, είναι να παίρνει το μέρος του αδύνατου. Είναι, όμως, εντελώς
άλλο ζήτημα τι γίνεται στην πράξη και πώς μπορεί να αλλάξει η λειτουργία
του εργατικού δικαίου, ιδίως σε εποχή κρίσης. Αλλά ακόμη και σε
περιόδους μη κρίσης έχουμε όλη την εμπειρία της αντιμετώπισης του
δικαιώματος της απεργίας από τα δικαστήριά μας, που δεν είναι απλώς
εχθρική, αλλά πρόκειται για μια νομολογία που βάλλει, ευθέως, κατά του
πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος.
Η απεργία, νομικά,
περιγράφεται ως το δικαίωμα στην πρόκληση ζημιάς. Σε καθεστώς επισφαλών
θέσεων εργασίας, υπάρχουν περιθώρια να εκφραστεί το δικαίωμα στην
απεργία;
Τα περιθώρια υπάρχουν πάντα αλλά η
επικράτηση επισφαλών ή τοξικών εργασιακών σχέσεων αποτελεί μια κατ’
εξοχήν αρνητική συνθήκη για την άσκηση του δικαιώματος, διότι ο
εργαζόμενος που φοβάται προφανώς δεν θα ασκήσει ένα δικαίωμα που τον
φέρνει σε τόσο έντονη αντιπαράθεση με τον εργοδότη. Ο φόβος απώλειας της
θέσης εργασίας είναι άμεσος και σχετικά δικαιολογημένος, διότι η
δικαστική προστασία, που θα μπορούσε εδώ να επιτελέσει μια λειτουργία
στήριξης, δεν παρέχει αυτή τη στήριξη. Επομένως σε περιόδους κρίσης
υπάρχουν όλες εκείνες οι αρνητικές συνθήκες για την ύπαρξη και τη
λειτουργία του δικαιώματος της απεργίας. Την ίδια στιγμή όμως θα πρέπει
να παρατηρήσουμε ότι η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας ως ειδικής
μορφής αντίστασης, άμυνας ή επίθεσης –ιδίως σε περιόδους κρίσης– είναι
κάτι που από το οποίο οι κοινωνίες και οι εργαζόμενοι ειδικότερα δεν
μπορούν να παραιτηθούν. Εγώ αντιλαμβάνομαι ότι σε μια τέτοια συγκυρία
όπως η σημερινή εκτεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης των
εργασιακών σχέσεων οι δυσκολίες είναι μεγάλες και οι άνθρωποι φοβούνται.
Ασκούν αυτό που θα λέγαμε το θεμελιώδες δικαίωμα στο φόβο. Από την άλλη
πλευρά όμως είναι και ο μόνος τρόπος, να προστατευθούν όσα κατακτήθηκαν
έως τώρα με αντίξοες συνθήκες και πολύ-πολύ αγώνα.
Με την κατάργηση της διαιτησίας καταργούνται επί της ουσίας οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας;
Με το νόμο με τον οποίο κυρώθηκε το
περιβόητο μνημόνιο, σε ό,τι αφορά τις συλλογικές συμβάσεις και τις
συλλογικές διαπραγματεύσεις επιφέρονται δύο πλήγματα. Το πρώτο είναι
εναντίον της μεσολάβησης της διαιτησίας. Αν και το μνημόνιο δεν κάνει
ρητή αναφορά στο δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία θα ανοίξει ένας
διάλογος. Ο νόμος, έτσι κι αλλιώς, δίνει εξουσιοδότηση στον υπουργό να
προχωρήσει στην έκδοση Προεδρικού Διατάγματος και να ρυθμίσει τα θέματα
προσφυγής στη διαιτησία. Αυτό που έχουμε στο νου μας είναι ένα παλαιό
αίτημα των πιο ακραίων εργοδοτικών κύκλων για κατάργηση της μονομερούς
προσφυγής. Είναι ένας κίνδυνος που κρέμεται τώρα πάνω από τα κεφάλια
μας. Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα πρέπει να υπερασπιστούν ακριβώς το
θεσμό της διαιτησίας. Διότι χωρίς τη μονομερή προσφυγή θα καταρρεύσει
όλο το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Υπάρχει και ένα δεύτερο
σημείο για τις συλλογικές συμβάσεις. Είναι ουσιαστικά η κατάργηση της
αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης στη σύγκριση μεταξύ συλλογικών συμβάσεων
εργασίας. Γιατί αυτό που γίνεται τώρα με το νόμο, που κυρώνει το
μνημόνιο, είναι ότι καταργείται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Ουσιαστικά οι συλλογικές συμβάσεις θα μπορούν να αποκλίνουν τόσο από την
εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας, όσο και από τις κλαδικές συμβάσεις.
Ακόμη χειρότερα θα μπορούν οι ίδιοι οι νέοι εργαζόμενοι μέχρι 24 ετών,
με την περιβόητη σύμβαση για την παροχή εξαρτημένης εργασίας, να
αποκλίνουν από την εθνική γενική σύμβαση εργασίας μέχρι ενός κατώτατου
ορίου, το οποίο πάντως είναι πολύ κάτω από τα ελάχιστα όρια της γενικής
εθνικής. Αυτό είναι μια μεγάλη καταστροφή, όχι απλώς για το νομικό μας
σύστημα, αλλά για τη δουλειά και τη ζωή των ανθρώπων.
Από τη μία πλευρά
παρατηρείται πολυδιάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος και από την άλλη
οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ φαίνονται ανίκανες να εκφράσουν τα
συμφέροντα των εργαζομένων και κατ’ επέκταση να τα υπερασπιστούν.
Αυτή την στιγμή αυτό που γίνεται με τη
διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος είναι μια εγκληματική πράξη. Όταν
μας παίρνουν το ψωμί απ’ το τραπέζι, εμείς μαλώνουμε για τα ασημένια
μαχαιροπίρουνα. Έχω την πεποίθηση ότι εδώ και χρόνια γίνεται ακριβώς
αυτό. Υπάρχει μια κάθετη διαίρεση στο συνδικαλιστικό κίνημα, η οποία
διαλύει και τις όποιες προοπτικές αποτελεσματικής αντίστασης. Αναφέρομαι
ειδικότερα στο ΠΑΜΕ, το οποίο μπόρεσε και συγκέντρωσε κόσμο, αλλά δεν
κατάφερε σε καμία περίπτωση, είτε να αμυνθεί στις επιθέσεις, είτε να
βελτιώσει τη θέση των εργαζομένων. Η κριτική και στις συνδικαλιστικές
ηγεσίες και στα συνδικάτα είναι δικαιολογημένη. Η κοινωνία όμως δεν έχει
άλλου είδους συλλογικότητες για να αμυνθεί ή για να επιτεθεί, αν
υποθέσουμε ότι θα περάσουμε και σε ένα στάδιο επίθεσης για τη βελτίωση
των όρων εργασίας και ζωής των ανθρώπων. Όποια κριτική κι αν γίνεται
ακόμη και η πιο κακόβουλη, πρέπει να έχει υπόψη της ότι αυτή τη στιγμή
οι συλλογικότητες και οι άμυνες μιας κοινωνίας περνούν από τα συνδικάτα.
Αν τα συνδικάτα δεν μας αρέσουν οφείλουμε να τα βελτιώσουμε. Δεν
μπορούμε να διαλύσουμε αυτή τη στιγμή τα συνδικάτα όταν δεν έχουμε
τίποτα καλύτερο στη θέση τους.
Μπορεί η λύση να είναι τα
συνδικάτα βάσης; Στην Ιταλία είχαμε τη συγκρότηση ενός Πανιταλικού
συνδικάτου βάσης, ενώ και στην Ελλάδα η Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων
Σωματείων δείχνει να παίζει κάποιο ρόλο στις τελευταίες κινητοποιήσεις.
Παρακολουθώ με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον
την Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων, αλλά θα μπορέσουμε να την
κρίνουμε όταν δούμε αποτελέσματα. Φοβάμαι όμως ότι αν και είναι
ενδιαφέρουσα, ουσιαστικά βάζει νερό στο αυλάκι μιας πολυδιάσπασης των
συνδικαλιστικών δυνάμεων. Είναι μεν ελπιδοφόρο το γεγονός ότι αυτή η
κίνηση συγκεντρώνει πολλούς εργαζόμενους, οι οποίοι έως τώρα δεν είχαν
και δεν αποζητούσαν κλασική, παραδοσιακή συνδικαλιστική έκφραση, δεν
έχουν όμως να επιδείξουν ως τώρα κάποια αποτελέσματα. Εάν δεν μπορούμε
να φτιάξουμε καινούργιες συλλογικότητες, ας βελτιώσουμε τις υπάρχουσες.
Όταν μετασχηματίζεται η ίδια η φύση της εργασίας, δεν οφείλει να μετασχηματίζεται και το συνδικαλιστικό κίνημα;
Εννοείται! Το συνδικαλιστικό κίνημα
ακολουθεί παραδοσιακές μορφές και τρόπους οργάνωσης, ενώ οι συνθήκες
έχουν αλλάξει. Αυτή τη στιγμή, το κέντρο βάρους των εργασιακών σχέσεων
σιγά-σιγά περνάει στις επισφαλείς σχέσεις εργασίας. Οι επισφαλώς
εργαζόμενοι δεν βρίσκουν εύκολα συνδικαλιστική έκφραση. Για παράδειγμα
οι συμβασιούχοι του ΟΤΕ, της ΔΕΗ ή της Εθνικής Τράπεζας δεν μπορούν να
γίνουν μέλη των συνδικαλιστικών οργάνων του τακτικού προσωπικού. Εκεί,
λοιπόν, θα πρέπει το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα να αντιδράσει. Και
να αντιδράσει με έναν θετικό τρόπο, ώστε να αποτελέσει τη
συνδικαλιστική έκφραση και όλων αυτών των κατηγοριών εργαζομένων. Αν οι
επισφαλώς εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι σε «τοξικές» εργασιακές σχέσεις,
δεν μπορέσουν να βρουν έκφραση ή μια δυνατότητα συνδικαλισμού, είναι
προφανές ότι η μόνη τους επιλογή είναι να φτιάξουν ιδιαίτερες συνθήκες
έκφρασης, όπως είναι η Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων.
@ "timeo Danaos et dona ferentes"
Β.Γ.