Του Γιάννη Κόκιου*
Πολύς θόρυβος γίνεται τελευταία για την ανάγκη επανασύστασης ή μη της Δημοτικής Αστυνομίας, μιας υπηρεσίας που θυσιάστηκε στον βωμό των μνημονιακών μέτρων της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, θύμα της έλλειψης σχεδιασμού στο πλαίσιο της διοικητικής μεταρρύθμισης (πιο σωστά: απορρύθμισης) του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Παρά τον θόρυβο, ο θεσμικός φορέας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) δεν έχει τοποθετηθεί επίσημα. Θα αναρωτιόταν κανείς ποιος είναι ο ουσιαστικός λόγος, αφού είναι κοινά παραδεκτό ότι η Δημοτική Αστυνομία απέφερε έσοδα, ιδιαίτερα στους μεγάλους δήμους, και έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στη διατήρηση της ευκοσμίας και της εύρυθμης λειτουργίας της πόλης.
Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί -μεταξύ άλλων- στην καταχρηστική εφαρμογή μιας διάταξης στον νόμο για την κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας (άρ. 81 του Ν. 4172). Εκεί προβλέπεται ότι «με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να καθορίζεται η παράλληλη άσκηση μίας ή περισσοτέρων εκ των ανωτέρω αρμοδιοτήτων από υπαλλήλους του δήμου, κατόπιν ορισμού αυτών με απόφαση του δημάρχου». Δηλαδή, σε μια πρώτη ανάγνωση, ο νόμος δίνει τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε υπάλληλο του δήμου να εφαρμόζει αρμοδιότητες που ασκούσε η Δημοτική Αστυνομία.
Για να γίνει πιο κατανοητό, η άσκηση των αρμοδιοτήτων της πρώην Δημοτικής Αστυνομίας, μίας ένστολης υπηρεσίας με ειδική υπηρεσιακή ταυτότητα, με προσωπικό που έχει λάβει οκτάμηνη εκπαίδευση σε Σχολές Εκπαίδευσης με μέριμνα της Ελληνικής Αστυνομίας και του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, μπορεί να ανατεθεί πλέον σε οποιονδήποτε δημοτικό υπάλληλο, ασχέτως ειδικότητας και κατηγορίας, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα για την ιδιότητά του και με πολιτική περιβολή.
Στον Δήμο Αθηναίων και σε πολλούς άλλους δήμους (π.χ. Ρόδος, Θεσσαλονίκη, Αγρίνιο) συστάθηκαν Διευθύνσεις ή Τμήματα Ελέγχου Κοινόχρηστων Χώρων με υπαλλήλους που προέρχονται από διάφορες υπηρεσίες (ενδεικτικά καθαριότητα, κοιμητήρια, πρώην σχολικοί φύλακες που παραμένουν με προσωρινή διαταγή, αλλά και πρώην δημοτικοί αστυνομικοί για «ξεκάρφωμα») και ασκούν κάποιες από τις αρμοδιότητες της Δημοτικής Αστυνομίας. Απόδειξη ότι η υπηρεσία ήταν απαραίτητη.
Η γελοιότητα ωστόσο του εγχειρήματος αυτού δεν είναι δύσκολο να φανεί: Σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων, αρμοδιότητα των υπαλλήλων αυτών ανάμεσα σε άλλα είναι και η αφαίρεση πινακίδων από οχήματα που σταθμεύουν παράνομα. Για να είναι όμως νόμιμη η αφαίρεση πινακίδων, απαιτείται υπογραφή από προανακριτικό υπάλληλο, είναι δε χαρακτηριστικό ότι ειδικοί φρουροί και αστυνομικοί μη παραγωγικών σχολών της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχουν σχετικό δικαίωμα. Οι εκσυγχρονιστές της δημόσιας διοίκησης κ. Μητσοτάκης, Μιχελάκης και Καμίνης έδωσαν λοιπόν το δικαίωμα αφαίρεσης πινακίδων σε υπαλλήλους που μέχρι χθες εργάζονταν στα κοιμητήρια ή στο πράσινο! Αντίστοιχα ισχύουν και για τον έλεγχο της διέλευσης οχημάτων σε πεζοδρόμους, ο οποίος υποτίθεται ότι ρυθμίζεται από υπαλλήλους που κανένας δεν ξέρει τι είναι! Χειρότερα ακόμη, δεν υπάρχει καμία απολύτως νομική κάλυψη για τους υπαλλήλους που υποχρεώνονται να ασκούν αυτά τα καθήκοντα!
Όμως το «ψωμί» δεν βρίσκεται στις παραπάνω αρμοδιότητες, που είναι αμφίβολο αν πράγματι ασκούνται, αλλά στην εποπτεία της προσοδοφόρας Ελεγχόμενης Στάθμευσης, η οποία αποφέρει «ζεστά» έσοδα στους ΟΤΑ. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η ελεγχόμενη στάθμευση έχει ενταχθεί ως παράβαση στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας ήδη από το 1999, αντιλαμβάνεται ότι η βεβαίωση παραβάσεων από δημοτικούς υπαλλήλους με πολιτική περιβολή πάσχει νομιμότητας, καθώς το σύνολο των παραβάσεων του ΚΟΚ βεβαιώνεται υποχρεωτικά από ένστολο προσωπικό που του έχει εκχωρηθεί η σχετική αρμοδιότητα. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται εξάλλου και η απόφαση ΣτΕ 3266/2008 (Δ’ Τμήμα, 7μ.) για τη νομιμότητα του μέτρου της ελεγχόμενης στάθμευσης.
Έπειτα από διαμαρτυρίες υπαλλήλων που τους ανατέθηκαν τέτοια καθήκοντα, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων ΟΤΑ δημοσιοποίησε ένα κείμενο με νομικές επισημάνσεις που καταδεικνύουν την εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Όπως δήλωσε τότε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Θέμης Μπαλασόπουλος στην “Καθημερινή”, «Το κείμενο που στείλαμε έχει νομική και όχι συνδικαλιστική χροιά. Έχουμε απευθυνθεί σε δύο νομικούς που δηλώνουν ότι δεν πρόκειται για σωστή ερμηνεία του νόμου από τους δήμους. Αυτό μας επιβεβαιώθηκε και από παράγοντες του υπ. Εσωτερικών. Ο λόγος της παρέμβασής μας έχει στόχο την προστασία των συναδέλφων μας, οι οποίοι κινδυνεύουν να εμπλακούν πειθαρχικά, νομικά και οικονομικά σε περίπτωση που θα προκύψει κάποιο πρόβλημα εξαιτίας της πρόχειρης προσπάθειας να καλυφθεί η κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας».
Το θέμα είναι γνωστό στο υπουργείο Εσωτερικών, αλλά ο πρώην υπουργός κ. Μιχελάκης, γνωρίζοντας τα αδιέξοδα που επέφερε η κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας, αποφάσισε να κάνει τα «στραβά μάτια», πρακτική που συνεχίστηκε μέχρι σήμερα. Μόνο όταν πιέστηκε σε ερώτηση στη Βουλή διαχώρισε τη θέση του απαντώντας ότι «είναι στη διακριτική ευχέρεια των δήμων της χώρας να επιλέγουν ποιες από τις αρμοδιότητες προτίθενται να ασκήσουν παράλληλα με την Ελληνική Αστυνομία, λαμβάνοντας υπόψη… τις προϋποθέσεις του νόμου για την άσκηση των εκάστοτε αρμοδιοτήτων». Δεν προέβη όμως σε καμία ενέργεια κατά των δήμων που δεν τηρούν τις προϋποθέσεις του νόμου.
Αναρωτιέται κανείς αν στο πλαίσιο ανασυγκρότησης της Δημόσιας Διοίκησης εξακολουθήσουν να γίνονται δεκτές αμφιβόλου νομιμότητας πρακτικές με ελεγκτικούς μηχανισμούς «γιαλαντζί» ή θα γίνει μια σοβαρή προσπάθεια με την αξιοποίηση του εκπαιδευμένου και υψηλά καταρτισμένου προσωπικού της πρώην Δημοτικής Αστυνομίας, που έχει σκορπίσει στις τέσσερις μεριές του ορίζοντα. Οι δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού κ. Κατρούγκαλου κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Η ΚΕΔΕ θα πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να μην αρκεστεί σε υπηρεσίες «ιμιτασιόν» που έχουν ημερομηνία λήξης. Κυρίως όμως απομένει να πάρει θέση ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών, ο κ. Βούτσης, που από την απόφασή του θα κριθεί και η πολιτική βούληση του ΣΥΡΙΖΑ για ουσιαστική ανασυγκρότηση ή για μεταρρύθμιση «άρπα-κόλλα» στα χνάρια των προκατόχων τους.
* Ο Γιάννης Κόκιος είναι πρώην μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Δημοτικών Αστυνομικών Αθήνας και αντιπρόσωπος στην ΠΟΕ-ΟΤΑ
δημοσιεύθηκε στην avgi.gr