Μερικές σκέψεις για τη δράση του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος από δω και πέρα.
Του Γιώργου Χαρίση*
Του Γιώργου Χαρίση*
Το
τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι προβληματισμοί και οι αγωνίες των
εργαζομένων σχετικά με το πού πάμε και τι κάνουμε ως συνδικαλιστικό
κίνημα.
Στο
δημόσιο έχουμε πλέον, μετά από ένα αιώνα, απολύσεις εργαζομένων, στο δε
ιδιωτικό οι άνεργοι έφτασαν πλέον το 1.5 εκατ., ένα μικρό μέρος
εργάζεται με κάποια δικαιώματα, ενώ διευρύνεται αλματωδώς η ελαστική, η
εκ περιτροπής και η μαύρη εργασία.
Τίποτα
δεν είναι όπως χθες. Στην πριν μνημονίου εποχή πολλά απ’ αυτά που
έγιναν φάνταζαν ότι δεν θα μπορούσαν να συμβούν, για κάποια μάλιστα,
κάποιοι πίστευαν ότι είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένα.
Ακόμη και
σήμερα κάποιοι πιστεύουν ότι αυτά που μας συμβαίνουν ή αυτά που
πρόκειται να συμβούν, αφορούν κάποιους άλλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι,
ενώ η κυβέρνηση έχει οργανώσει ένα σχέδιο απολύσεων, που τα βάθος του
ακόμα δεν είναι γνωστό, που όμως εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι το
2013 θα έχουμε 25.000 διαθεσιμότητες-κινητικότητες =απολύσεις και άλλες
15.000 απευθείας απολύσεις, εντούτοις κάποιοι νομίζουν ότι επειδή αυτοί
διαθέτουν κάποιο επιπλέον τυπικό προσόν, ότι θα τη «γλυτώσουν».
Θα τη
«γλυτώσουν» και αυτοί, όπως τη «γλύτωσαν» οι καθηγητές, όπου μαζί με
τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία, πίστευαν ότι η παιδεία και η υγεία δεν
θα θιγεί!
Μα θα μου
πείτε υπάρχουν και οι δάσκαλοι, η συνδικαλιστική ηγεσία των οποίων δεν
κατάλαβε ακόμη τίποτα! Τους είδατε τελευταία σε καμιά κινητοποίηση;
Το
πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ έχουν αλλάξει όλα γύρω
μας, τα συνδικάτα παραμένουν τα ίδια, οι ίδιοι συσχετισμοί, η ίδια
γραμμή, τα ίδια πρόσωπα, το ίδιο «σκληρό» πλαίσιο λειτουργίας τους, ο
συντεχνιασμός και η υποχώρηση των βασικών αξιών του εργατικού κινήματος,
όπως η ανιδιοτέλεια και η αλληλεγγύη.
Είναι
τρομερό να πας έξω από μια υπηρεσία ή ένα υπουργείο για να
περιφρουρήσεις την απεργία, που είναι για να μη γίνουν οι απολύσεις ή να
μην ψηφιστεί ο νόμος που προβλέπει την κατάργηση θέσεων, υπηρεσιών και
οργανισμών με μια απλή υπουργική απόφαση ή Π.Δ. και σχεδόν όλοι οι
εργαζόμενοι να πάνε για δουλειά.
Το πιο
τρομερό όμως είναι να φαίνεται ότι δεν έχουν τύψεις, γιατί πιστεύουν ότι
τη γλύτωσαν, επειδή δεν υπήρχε το υπουργείο τους στη λίστα των υπό
διαθεσιμότητα υπαλλήλων!
Δυστυχώς
αυτό έγινε και το προηγούμενο διάστημα, όπου άτομα που σήμερα είναι στο
δρόμο, χθες ήταν αυτοί που δούλευαν στην απεργία, γιατί πίστευαν ότι θα
τη γλυτώσουν.
Δέστε
ακόμη ένα παράδειγμα. Χθες κινητοποιούνταν οι σχολικοί φύλακες, οι
δημοτικοί αστυνόμοι και οι καθηγητές. Σήμερα οι εργαζόμενοι κάποιων
νοσοκομείων, των ασφαλιστικών ταμείων, του ΟΑΕΔ και κάποιων υπουργείων.
Χθες απουσίαζαν αυτοί που είναι σήμερα και σήμερα δεν εμφανίζονται οι
χθεσινοί.
Φταίνε οι εργαζόμενοι ή τα συνδικάτα τους;
Σ’ αυτό
τον κόσμο καταρχάς κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Φταίνε και οι
εργαζόμενοι, που έμαθαν να αναθέτουν σε άλλους να τους «λύνουν» τα
προβλήματα και φταίνε περισσότερο, γιατί έφτιαξαν και ανάλογα συνδικάτα,
και τώρα που άλλαξαν δραματικά τα πράγματα, τα πυροβολούν και αυτοί,
αλλά δεν κάνουν και τίποτα για να τα αλλάξουν. Και δεν κάνουν, γιατί
συνεχίζουν να πιστεύουν ότι κάποιοι άλλοι θα τα αλλάξουν.
Οι
εργαζόμενοι πρέπει να καταλάβουν ότι μεσσίες δεν υπάρχουν. Ή θα πάρουν
την υπόθεση στα χέρια τους και θα κατανοήσουν ότι η συλλογική δράση δεν
είναι για ειδικούς, αλλά για όλους ή θα συνεχίσουν να κλαίνε τη μοίρα
τους, να δίνουν κάποιους μεμονωμένους αγώνες, για να σβήσουν την φωτιά
που καίει το σπίτι τους, το οποίο όμως θα καεί, γιατί όταν καίγονταν του
γείτονα δεν τους αφορούσε, αλλά και όταν ψοφούσε η κατσίκα τους, αυτοί
εύχονταν να ψοφήσει και η κατσίκα του γείτονα και όχι να τη σώσουν.
Και τα
συνδικάτα τι κάνουν; Βγάζουν ανακοινώσεις, κάνουν απεργίες τις οποίες
τις αναγγέλλουν με δελτία τύπου, μιλούν για συντονισμό και δεν τον
εννοούν, γιατί έχουν έναν γραφειοκρατικό, ανταγωνιστικό και
παραγοντίστικο τρόπο λειτουργίας και σκέψης.
Δέστε
μόνο τι γίνεται γύρο μας και η ΓΣΕΕ είναι σαν να μην υπάρχει. Η ηγεσία
της κάνει τα πάντα για ευτελίσει την έννοια του συνδικάτου και της
συλλογικής δράσης. Και η ΑΔΕΔΥ όμως, που για να μην την αδικούμε, δεν
συγκρίνεται με τη ΓΣΕΕ, ενώ έχει ένα καταγγελτικό λόγο και αριθμητικά
πολλές κινητοποιήσεις, δεν εννοεί και δεν υπηρετεί, ακόμα και αυτά που
λέει, δεν συντονίζει τον αγώνα και κυρίως σήμερα δεν θέτει το θέμα της
πολιτικής ανατροπής, το οποίο και αυτό δεν θα έχει καμιά αξία αν απλά το
λέει, αλλά δεν το υπηρετεί.
Το
συνδικαλιστικό κίνημα, το έχουμε ξαναπεί δεν ήταν έτοιμο να
αντιμετωπίσει τη λαίλαπα του μνημονίου, δεν είχε πολιτική και σχέδιο για
να οργανώσει την εργατική άμυνα απέναντι στην επίθεση των δυνάμεων του
κεφαλαίου.
Η
ενσωμάτωσή του στο σύστημα, ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός
που μεγαλούργησε τα τελευταία τριάντα χρόνια, η αντίληψη του κοινωνικού
διαλόγου και του κοινωνικού εταιρισμού, όπου αντί να βλέπει ταξικούς
αντιπάλους, έβλεπε κοινωνικούς εταίρους, έφτιαξε ένα κίνημα αδύναμο,
πλαδαρό και ανίκανο να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις του κεφαλαίου.
Είχαμε
ένα κίνημα που με στρατιωτικούς όρους θα λέγαμε ότι ήταν κατάλληλο για
γυμναστικές επιδείξεις και παρελάσεις, αλλά πλήρως ακατάλληλο να
αντιμετωπίσει τις μεραρχίες του εχθρού.
Τώρα
ξέρουμε ότι χωρίς αξιόμαχο «στρατό», χωρίς ισχυρά και ταξικά συνδικάτα
δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε και κυρίως δεν μπορούμε να τους
ανατρέψουμε και να τους νικήσουμε.
Το
εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να συνεχίσει όπως χθες. Αν το
κάνει θα μετρά ήττες και θα αναπαράγει την εσωστρέφεια και την
ηττοπάθεια των εργαζομένων.
Δεν
μπορεί ο κάθε κλάδος να δίνει αποσπασματικούς αγώνες, γιατί όσο μαζικοί
και αν είναι αυτοί και σε κάποιες περιπτώσεις και ηρωικοί, καταλήγουν σε
αδιέξοδο, γιατί πλέον είναι γνωστό τοις πάσι ότι η επίλυση ακόμη και
του παραμικρού συνδικαλιστικού αιτήματος προσκρούει σε μια πολιτική, που
αν δεν ανατραπεί δεν μπορεί να επιλυθεί.
Αν έτσι
έχουν τα πράγματα τότε το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να θέσει
στην ημερήσια διάταξη θέμα πολιτικής ανατροπής και άρα οι μορφές που θα
χρησιμοποιήσει, αλλά και οι συμμαχίες που θα οικοδομήσει θα πρέπει να
υπηρετούν αυτόν τον στόχο.
Να θέσει
σε πρώτη προτεραιότητα την πάλη για την κατάργηση των μνημονίων και τη
διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και την
επανεθνικοποίηση στρατηγικών τομέων της οικονομίας, την αναδιανομή του
παραγόμενου πλούτου υπέρ τα λαϊκών τάξεων και την παραγωγική
ανασυγκρότηση της οικονομίας σε όφελος του λαού και του τόπου.
Είναι
αναγκαίο να συγκροτηθούν παντού, σε κάθε δήμο και νομό, λαϊκά-εργατικά
μέτωπα για την υπεράσπιση της εργασίας και των δημόσιων κοινωνικών
αγαθών, της υγείας της παιδείας και της πρόνοιας και να συναντηθούν σ’
αυτά, τα εργατικά συνδικάτα τα οποία πρέπει να πρωτοστατήσουν, οι
άνεργοι, οι επαγγελματοβιοτέχνες, οι επιστημονικοί φορείς και η νεολαία.
Τέλος και
πολύ βασικό είναι τα συνδικάτα να επεξεργαστούν σχέδιο πάλης,
αντίστασης και ανατροπής και κατά συνέπεια το αίτημα της πολιτικής
απεργίας διαρκείας για την ανατροπή, πρέπει να τεθεί, και πρέπει να
τεθεί ΤΩΡΑ, να οργανωθεί από τα κάτω, να γίνει με όρους κινήματος, να
αγκαλιάσει όλους τους κλάδους, να υιοθετηθεί και από τα λεγόμενα σύμμαχα
στρώματα της κοινωνίας και να στηριχθεί πολιτικά, από όλες τις δυνάμεις
της Αριστεράς, καλώντας τα λαό για μια αποφασιστική σύγκρουση με τις
δυνάμεις του μνημονίου και της υποταγής.
*Ο Γιώργος Χαρίσης είναι μέλος της Ε/Ε της ΑΔΕΔΥ και της γραμματείας της Αυτόνομης Παρέμβασης