Του Μάριου Διονέλλη*
Το κατασκευαστικό λόμπι φέρνει πλαγίως την πιο ρυπογόνα μέθοδο!
Με
μεθοδευμένες κινήσεις εις βάρος του περιβάλλοντος και της ορθολογικής
διαχείρισης των απορριμμάτων συνεχίζεται η κυβερνητική «δραστηριότητα»
σε συνεργασία με τα επιχειρηματικά λόμπι που προωθούν την καύση
σκουπιδιών στη χώρα. Αυτή τη φορά ο δρόμος της καύσης ανοίγει διά της
τσιμεντοβιομηχανίας με τον μανδύα της «ανάκτησης ενέργειας μέσω των
εναλλακτικών καυσίμων».
Στις 30
Μαρτίου ο υπουργός Περιβάλλοντος Γιώργος Παπακωνσταντίνου συνυπέγραψε με
την ένωση τσιμεντοβιομηχανιών την «εθελοντική συμφωνία συνεργασίας για
τον ορισμό του πλαισίου αξιοποίησης εναλλακτικών καυσίμων από την
τσιμεντοβιομηχανία». Πρόκειται για ένα κείμενο αρχών που έχει συνταχθεί
στα γραφεία των μεγάλων επενδυτικών ομίλων και συνοδεύεται από μια σειρά
αλλαγών στους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας της
τσιμεντοβιομηχανίας στη χώρα. Στο κείμενο αυτό υπερτονίζεται η
χρησιμοποίηση των θερμικά επεξεργασμένων αποβλήτων στην
τσιμεντοβιομηχανία ως περιβαλλοντικά ωφέλιμη και ασφαλέστερη από την
καύση σκουπιδιών ως πρώτη ύλη σε εργοστάσια παραγωγής ενέργειας.
Η πρώτη ύλη
Όλη η
συζήτηση γίνεται για την αξιοποίηση του SRF ή RDF, του δευτερογενούς
δηλαδή καυσίμου που προκύπτει από τη ρυπογόνο καύση των οικιακών
απορριμμάτων σε αντίστοιχα εργοστάσια που ήδη λειτουργούν (π.χ. Φυλή) ή
σχεδιάζεται να λειτουργήσουν σε όλη την Ελλάδα.
Το υλικό
αυτό σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει ως καύσιμη ύλη για την παραγωγή
τσιμέντου η αντίστοιχη βιομηχανία σε συνδυασμό με άλλα απόβλητα, όπως
υπολείμματα βιολογικών καθαρισμών, πετρελαιοειδή κατάλοιπα,
χρησιμοποιημένα λάδια και λιπαντικά, χαρτί, ξύλο, πριονίδι, υφάσματα,
αγροτικά & δασικά υπολείμματα, ζωοτροφές και οργανικά απόβλητα όπως
πλαστικά, χρησιμοποιημένα ελαστικά κτλ. Σύμφωνα με τις τεχνικές
προδιαγραφές της πρότασης, στη βιομηχανία τσιμέντων η καύση όλων αυτών
των υλικών γίνεται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες και έτσι εξαλείφεται η
ανάγκη διάθεσης τέφρας αφού αυτή αποτελεί πλέον πρώτη ύλη για την
παραγωγή τσιμέντου.
Μισές αλήθειες
«Αυτή
όμως είναι η μισή αλήθεια, που συνήθως ισοδυναμεί με ψέμα», λένε οι
περιβαλλοντικές οργανώσεις. Το καύσιμο (SRF ή RDF) που προκύπτει από την
επεξεργασία αστικών απορριμμάτων σε εργοστάσια καύσης είναι αυτό που
ζητούν οι τσιμεντοβιομηχανίες. Ωστόσο οι αναγκαίες ποσότητες για την
παραγωγή τσιμέντου είναι ένα μικρό μέρος της παραγωγής από τις
σχεδιαζόμενες ποσότητες παραγωγής SRF ή RDF στην Ελλάδα.
«Ακόμα
και αν θεωρήσουμε ασφαλή την καύση του υλικού αυτού στην
τσιμεντοβιομηχανία η συγκεκριμένη συμφωνία του υπουργείου νομιμοποιεί
ολόκληρη τη φιλοσοφία της καύσης, δίνοντας έναν φιλοπεριβαλλοντικό
μανδύα σε μεθόδους διαχείρισης που ήδη έχουν απορριφθεί στο εξωτερικό ως
εξαιρετικά επιβαρυντικές για το περιβάλλον. Δεν λέει κανείς τί θα
γίνουν οι υπόλοιπες ποσότητες καυσίμου που προφανώς θα καταλήξουν σε
εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός των
επενδυτικών λόμπι που ποντάρουν στην καύση», λέει στον Δρόμο ο Τάσος
Κεφαλάς, μέλος της Πρωτοβουλίας Συνεννόησης για τη Διαχείριση των
Απορριμμάτων.
Προσφέρουν προσχήματα
Επομένως
σήμερα η τσιμεντοβιομηχανία, που ούτως ή άλλως εντάσσεται στο ίδιο
ευρύτερο κατασκευαστικό λόμπι, δίνει το πρόσχημα για να ανοίξει με
καλύτερους περιβαλλοντικά όρους η υπόθεση της καύσης απορριμμάτων στην
Ελλάδα, αποσοβώντας όμως μόνο ένα μικρό μέρος της ζημιάς και
αδιαφορώντας για όλο το υπόλοιπο.
Ακόμα
όμως και στην τσιμεντοβιομηχανία, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μέχρι
σήμερα στην Ελλάδα, δεν έχει χρησιμοποιηθεί ούτε ένα κιλό από το SRF ή
RDF που ήδη παράγεται στο εργοστάσιο της Φυλής (συμφερόντων Μπόμπολα)
κυρίως λόγω τεχνικών δυσκολιών και μεγάλων επενδύσεων που πρέπει να
γίνουν για την εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνικής.
Διαφορά φιλοσοφίας
Η
χειρότερη συνέπεια της συμφωνίας ΥΠΕΚΑ – Τσιμεντοβιομηχανιών είναι η
προκλητική προπαγάνδιση της καύσης απορριμμάτων έναντι των ορθολογικών
μεθόδων διαχείρισης (διευρυμένη ανακύκλωση, κομποστοποίηση,
ευαισθητοποίηση του κοινού) με απώτερο σκοπό τη δραστική μείωση του
όγκου των απορριμμάτων. «Το υπουργείο κάνει ακόμα ένα βήμα προς τη
λογική της καύσης σκουπιδιών, σε τεράστια, ρυπογόνα εργοστάσια, με
υπέρογκο κόστος και σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις», λέει στον Δρόμο
ο κ.Κεφαλάς, και συμπληρώνει πως οι κατασκευαστικές εταιρίες στην
Ελλάδα αντιμετωπίζουν τα σκουπίδια ως πηγή κέρδους με μεθόδους που ήδη
απορρίπτονται σε όλο τον κόσμο ως εξαιρετικά επιβαρυντικές.
Ωστόσο,
οι επίσημες ανακοινώσεις του υπουργείου κάνουν το μαύρο άσπρο. Στη
δήλωσή του μετά την υπογραφή της συμφωνίας με τις τσιμεντοβιομηχανίες ο
υπουργός ΠΕΚΑ Γιώργος Παπακωνσταντίνου ανέφερε:
«Στις
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η πρακτική χρησιμοποίησης εναλλακτικών
καυσίμων καλύπτει σήμερα ένα μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών της
τσιμεντοβιομηχανίας, αλλά στη χώρα μας βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Σε
μια εποχή σαν τη σημερινή, στην οποία η ανακύκλωση είναι ανάγκη και λύση
για ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης μας, η
τσιμεντοβιομηχανία μπορεί να συμβάλει, παρέχοντας λύσεις που
προστατεύουν το περιβάλλον, με την αξιοποίηση των εναλλακτικών καυσίμων,
υποκαθιστώντας ταυτόχρονα μη ανανεώσιμους πόρους, συμβάλλοντας σε
λύσεις στη διαχείριση των αποβλήτων με το μικρότερο κόστος για τον
πολίτη και με τέτοιο τρόπο που να ωφελεί το περιβάλλον».
*Δημοσιεύθηκε στο ΔΡΟΜΟ της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ το Σάββατο 28 Απριλίου 2012