Καμία
αυταπάτη ή εφησυχασμό δεν έχουν οι εργαζόμενοι ότι η κυβέρνηση
προκειμένου να περάσει τα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα δεν θα
χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει, θεμιτά και αθέμιτα. Άλλωστε ο
αντιδημοκρατικός κατήφορος και η αυταρχικότητα των δυνάμεων εξουσίας
έχει διαφανεί από την αρχή της διακυβέρνησης τους, καταφεύγοντας σε
μεθόδους που θυμίζουν τακτικές οι οποίες έχουν καταδικαστεί από το
εργατικό και λαϊκό κίνημα, με επιστρατεύσεις απεργών, με βία και χημικά
για καταστολή των κινητοποιήσεων, με ποινικοποίηση των αγώνων των
εργαζομένων και τέλος έχουμε και την επιχείρηση κατάργησης του
δικαιώματος στην απεργία.
Η
σημερινή απορριπτική απόφαση του ΣτΕ στην αίτηση αναστολής που είχε
καταθέσει η ΑΔΕΔΥ, για την «αξιολόγηση» Μητσοτάκη, μέχρι την συζήτηση
στην ολομέλεια της κύριας προσφυγής για ακύρωση της, κάνει ξεκάθαρο ότι η
μόνη λύση για την ανατροπή και την κατάργηση στην πράξη του
ανθρωποφαγικού και αντισυνταγματικού νόμου 4250/2014, είναι να
συνεχιστεί και να ενταθεί η καθολική ΑΝΥΠΑΚΟΗ των εργαζομένων με απεργία – αποχή από κάθε εργασία που έχει σχέση με τη διαδικασία της «αξιολόγησης».
Η
κατάργηση του νόμου θα έρθει, από την συσπείρωση και την
αποφασιστικότητα των εργαζομένων όλων των κλάδων του δημοσίου για
συνέχιση του ενιαίου αγώνα ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ – ΡΗΞΗΣ και ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
που έχουν ξεκινήσει ενάντια στο νόμο – λαιμητόμο των εργασιακών σχέσεων
και της μισθολογικής καταβαράθρωσης και ήδη έχει φέρει αποτελέσματα
συνεχών παρατάσεων της εφαρμογής του και πανικό στην υπόδουλη των
δανειστών κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου.
Ακολουθεί σχετικό δημοσίευμα από το Left.gr
ΣτΕ: Απερρίφθη η προσφυγή της ΑΔΕΔΥ κατά της αξιολόγησης
Τη
συνέχιση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, έστω και προσωρινά,
αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας, απορρίπτοντας την αίτηση της
ΑΔΕΔΥ με την οποία ζητούσε να ανασταλούν ως αντισυνταγματικές οι
σχετικές εγκύκλιοι του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Μετά
την απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου -με πρόεδρο την
αντιπρόεδρο Ειρήνη Σαρπ και εισηγητή τον Σύμβουλο Επικρατείας Μιχάλη
Βηλαρά, η ΑΔΕΔΥ έχει ένα δεύτερο «ραντεβού» με την Ολομέλεια του
Συμβουλίου της Επικρατείας που θα συζητηθεί η κυρία προσφυγή της για το
ίδιο θέμα.
Η
συνδικαλιστική ένωση υποστηρίζει ότι οι εγκύκλιοι είναι αντίθετες στις
συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αμεροληψίας, της διαφάνειας και
της αξιοκρατίας, όπως είναι αντίθετες και στα άρθρα 77 και 109 του
Συντάγματος.
Ωστόσο,
όπως αναφέρει η Ολομέλεια του ΣτΕ, οι επίμαχες εγκύκλιοι του υπουργείου
δεν υπόκειται σε αναστολή, γιατί «συνδέονται άμεσα με την οργάνωση και
την ομαλή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και των υπηρεσιών των ΝΠΔΔ».
Παράλληλα,
όμως το ΣτΕ (απόφαση 230/2014) αμφισβητεί εάν μπορούν οι εγκύκλιοι να
προσβληθούν στα δικαστήρια. Δηλαδή, εάν μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση
εγκυκλίων των υπουργείων από τα δικαστήρια. Θα μπορούσε να δοθεί
αναστολή, προσθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, μόνο ένα συνέτρεχαν
εξαιρετικοί λόγοι ή εάν εφαρμογή των επίμαχων εγκυκλίων θα προκαλούσε
στους δημοσίους, κ.λπ. υπαλλήλους «βλάβη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ή
δυσχερώς επανορθώσιμη, οπότε επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση, να χορηγηθεί
αναστολή ύστερα από συνεκτίμηση και των αναγκών της υπηρεσίας».
Ο
δεύτερος λόγος που απορρίφθηκε είναι ότι οι ισχυρισμοί της ΑΔΕΔΥ περί
αντισυνταγματικότητας είναι «προδήλως αβάσιμοι». Δηλαδή, πιθανολογείται
ότι δεν θα γίνουν δεκτή κατά την εξέταση από το ΣτΕ της κυρίας προσφυγής
της ΑΔΕΔΥ.
Ούτε
όμως, υπογραμμίζουν οι δικαστές (ως τρίτο επιχείρημα απόρριψης της
αίτησης αναστολής), η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ ως δικαστικός
σχηματισμός μπορεί να θεωρήσει τις επίμαχες εγκυκλίους «ως προδήλως
αντισυνταγματικές». Υπενθυμίζεται ότι με ζητήματα αντισυνταγματικότητας
μπορεί ασχοληθεί μόνο η Ολομέλεια του ΣτΕ και όχι τα Τμήματα ή οι
Επιτροπές Αναστολών.
Ακόμη,
αναφέρεται στην δικαστική απόφαση ως τέταρτος λόγος απόρριψης της
αίτησης αναστολής, ότι δεν υπάρχει για το νομοθετικό πλαίσιο της
αξιολόγησης σχετική νομολογία.
Στο
πέμπτο και τελευταίο λόγο που επικαλέστηκαν οι σύμβουλοι Επικρατείας
για την απόρριψη της αναστολής είναι ότι η βλάβη την οποία επικαλείται η
ΑΔΕΔΥ ότι θα υποστούν οι δημόσιοι υπάλληλοι (όπως είναι η δυσμενής
αξιολόγηση που θα έχει ως συνέπεια αρνητικές επιπτώσεις στην μισθολογική
εξέλιξη ή την ενδεχόμενη ένταξη στο σύστημα κινητικότητας
–διαθεσιμότητας) δεν προέρχεται από τις επίμαχες εγκυκλίους, αλλά από
«τις μέλλουσες να εκδοθούν εκθέσεις αξιολόγησης, οι οποίες θα μπορούν να
αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου».
Όμως,
συνεχίζει η δικαστική απόφαση, οι εκθέσεις αξιολόγησης του 2013 σύμφωνα
με το νόμο 4250/2014 δεν θα ληφθούν υπόψη κατά την αποτίμηση των
προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων για τη θέση τους σε καθεστώς
διαθεσιμότητας ή κινητικότητας. Και «εν πάση περιπτώσει», καταλήγει το
ΣτΕ, «η επικαλούμενη βλάβη από την ΑΔΕΔΥ είναι δυνατόν να αποκατασταθεί
σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως».