Η σημερινή μέρα, με τον αστυνομοκρατούμενο “εορτασμό” της 25ης Μαρτίου, ειδικά στην Αθήνα, είναι απολύτως σημαδιακή για την τροπή των πραγμάτων στη χώρα. Είναι αναγκαίο αυτό να το καταλάβουμε όλοι όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε και ως δημοκράτες. Εκείνοι που αρκούνται απλά στον πολυκομματισμό ή στον εν γένει αστικό φιλελευθερισμό ίσως και να μη βρουν τίποτε επιλήψιμο.
Σήμερα και κατ’ ουσίαν οργανώθηκε η πρώτη “πριβέ” παρέλαση για χάρη του Προέδρου της Δημοκρατίας, κυρίως δε για χάρη του επικοινωνιακού προφίλ του πρωθυπουργού και του λοιπού υπουργικού συμβουλίου σε έναν περίκλειστο, (μη) δημόσιο χώρο που για ορισμένες ώρες απαλλοτριώθηκε υπέρ μιας δράκας ανθρώπων.
Η έννοια του δημοσίου χώρου, δηλαδή του βασικοτέρου ίσως συστατικού της δημοκρατίας αφού χωρίς δημόσιο χώρο συνάθροισης με ελεύθερη παρουσία του λαού δεν υφίσταται δήμος, καταλύθηκε. Το κέντρο της Αθήνας για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια μετετράπη προληπτικά σε αστυνομοκρατούμενο περίκλειστο φρούριο- αν και ο ορθότερος όρος είναι στρατοκρατούμενο καθότι περιφρουρείτο από στρατιωτικοποιημένα τμήματα της ΕΛΑΣ, ενδεχομένως και με χρυσαυγίτικες συμμορίες να έχουν τα όπλα “παρά πόδας” προς ενίσχυσή των κρατικών δομών. Πριν από και ενόψει κάθε μεγάλης λαϊκής κινητοποίησης, συγκεκριμένα, κομβικά τμήματα του δημοσίου χώρου- με μια μεγάλη δόση ειρωνείας, κατ’ εξοχήν η πλατεία Συντάγματος έμπροσθεν της Βουλής- “αποστειρώνονται” από τον ίδιο το λαό, δηλαδή από το συλλογικό υποκείμενο του οποίου η κυριαρχία θεμελιώνει το Σύνταγμα, τη δημοκρατία, την ταυτότητα υποτίθεται του κράτους μας. Χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με τόνους χημικών και μερικές δεκάδες προβοκατόρικων μολότωφ επικράτησε η άποψη ότι το κράτος μπορεί να διαλύει προληπτικά το λαό, να μην του επιτρέπει να συναθροίζεται σε συγκεκριμένα σημεία της πρωτεύουσας, τουλάχιστον για πάνω από μία ορισμένη ώρα.
Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς άλλο παράδειγμα δυτικού κράτους, όπου λαμβάνονται τέτοια μέτρα ασφαλείας, καταβάλλει τέτοιο κόστος ο λαός μιας χώρας όχι διότι υπάρχει κάποια απειλή σαμποτάζ ή τρομοκρατικής ενέργειας αλλά για να μην αποδοκιμαστεί το πολιτικό κατεστημένο και να διαφυλαχθεί εν όψει μετεκλογικών προοπτικών το “ίματζ” συγκεκριμένων στελεχών, που βρίσκονται στην υπηρεσία των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Υπάρχει όμως και ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο: η διοργάνωση της “πριβέ” παρέλασης, στον περίκλειστο, “αποστειρωμένο” από το λαό, (μη-) δημόσιο χώρο υποδηλώνει εμμέσως πλην σαφώς την υποταγή του όποιου νοήματος- δημοκρατικού, πατριωτικού, εθνικού, κοινωνικού ή ακόμα και αμιγώς συμβολικού- έχει για τον καθένα η 25η Μαρτίου στα συμφέροντα- επικοινωνιακά και εκλογικά- μιας συγκεκριμένης πολιτικής ηγεσίας και όσων την πατρωνάρουν. Η υποταγή του όποιου νοήματος μιας ιστορικής επετείου στο όφελος της ελίτ, ανάμεσα σε άλλα συνιστά κυνική παραδοχή από πλευράς του κατεστημένου περί της ιεράρχησης των αξιών του: πίσω από τις μεγαλοστομίες περί πατριωτισμού και σωτηρίας της χώρας δεν κρύβεται παρά η προσπάθεια περαιτέρω οικονομικής κερδοσκοπίας, πολιτικής και επικοινωνιακής ενίσχυσης του ίδιου ακριβώς κατεστημένου που χρεοκόπησε τη χώρα.
Ωστόσο τώρα το κατεστημένο είναι πιο φοβισμένο και πιο κυνικό. Γι’ αυτό και πιο επικίνδυνο. Η συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης είναι απαραίτητη προκειμένου να θεμελιωθεί η πρωταρχική άρνηση, προς το κατεστημένο της χρεοκοπίας, του φόβου και του κυνισμού. Πάνω σε αυτήν την άρνηση η οποία έπεται της συνειδητοποίησης σχετικά με τη φύση του κατεστημένου που επιδιώκει να κυβερνήσει και να εξουσιάσει το λαό εκ νέου, μπορεί να βασιστεί η όποια κατάφαση σχετικά με την έξοδο από την κρίση.
ΥΓ. Μέρες που είναι, η κυνική και φοβισμένη ηγεσία, οι αστυνομοκρατούμενες πόλεις, οι κοινοτοπίες που ακούγονται σε κάθε επέτειο, οι δηλώσεις των παραγόντων που απευθύνονται πάντα σε μια μονίμως σιωπηλή, “υπεύθυνη”, δήθεν πλειοψηφία, οι καταδίκες των “μειοψηφιών των άκρων” εν γένει, οι μεταφορές από την ιατρική στην πολιτική αρχίζουν να θυμίζουν συγκεντρώσεις με χλαμύδες στο Παναθηναϊκό στάδιο, αισθητική Τζέιμς Πάρις και θωπεία του μικροαστισμού στη βάση της μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Αρχίζουν επικίνδυνα να θυμίζουν μιαν άλλην εποχή.