*Του Γιώργου Χαρίση
Τα
τελευταία χρόνια, και όχι μόνο της μνημονιακής περιόδου, αλλά και πριν,
στο πλαίσιο της συνθήκης του Μάαστριχτ και της πολιτικής της Ε/Ε και των
εγχώριων αστικών πολιτικών δυνάμεων, πλήγηκε ιδιαίτερα το σύστημα της πλήρους και σταθερής εργασίας στη χώρα μας.
Μοίρασαν τη μία θέση εργασίας σε δύο,
δαιμονοποίησαν τη σταθερή εργασία και με τη διευθέτηση του χρόνου
εργασίας, την κατάργηση του πενθημέρου και της Κυριακής αργίας,
«διέλυσαν» την οικογενειακή και προσωπική ζωή των εργαζομένων.
Κατάργησαν της Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης και καθορίζουν μονομερώς τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, μέσω νομοθετικών παρεμβάσεων και της γενίκευσης των ατομικών συμβάσεων εργασίας.
Στο
δημόσιο και ιδιαίτερα στους ΟΤΑ περάσαμε από το σύστημα των συμβάσεων
ορισμένου χρόνου για έκτακτες ανάγκες, στη γενίκευση της εργασίας μέσω
ευρωπαϊκών ή άλλων προγραμμάτων (stage, «κοινωφελούς» εργασίας μέσω ΜΚΟ ή
ΟΑΕΔ κλπ.) και τελευταία και μέσω των λεγόμενων Κοινωνικών
Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων (ΚΟΙΝΣΕΠ). Στόχος όλων αυτών ήταν και είναι
η διάλυση του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών του υπηρεσιών, η φτηνή
αμοιβή και η άλωση των εργασιακών σχέσεων.
Αυτή τη
στιγμή εργάζονται στο δημόσιο και κυρίως στους ΟΤΑ πάνω από 50.000
τέτοιοι εργαζόμενοι, ενώ με τη λήξη των πεντάμηνων συμβάσεών τους
ετοιμάζονται άλλες 43.000 προσλήψεις για το 2014.
Οι
εργαζόμενοι αυτοί παίρνουν 497€ οι πάνω από 25 χρονών και 427€ οι
μικρότεροι, χωρίς να έχουν άλλα δικαιώματα, συμπιέζοντας προς τα κάτω
όλο το σύστημα αμοιβής και εργασίας στο δημόσιο.
Στις
περισσότερες των περιπτώσεων δεν έχουν αντικείμενο εργασίας ή
χρησιμοποιούνται σε εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που προσελήφθηκαν, με
αποτέλεσμα, είτε να χρησιμοποιούνται αντιπαραγωγικά, για να
συκοφαντείται ακόμη περισσότερο το δημόσιο, είτε σε εργασίες που
χρειάζονται ειδικά μέτρα προστασίας, τα οποία δεν παρέχονται, με
αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένοι σε κινδύνους που αγνοούν.
Ποια πρέπει να είναι η στάση του συνδικαλιστικού κινήματος και πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση;
Καταρχάς
οι εργαζόμενοι, αυτοί που σήμερα βρίσκονται ακόμη σε καθεστώς σταθερούς
και μόνιμης απασχόλησης, πρέπει να κατανοήσουν ότι μ’ αυτούς τους
εργαζόμενους είναι από την ίδια πλευρά και ότι ο περιορισμός και
η κατάργηση αυτών των μορφών περνά μέσα από την πάλη για ίση αμοιβή για
ίδια δουλειά και ίσα δικαιώματα για όλους.
Είναι
φανερό ότι σε συνθήκες ανεξέλεγκτης ανεργίας και παραγωγικής
αποδιάρθρωσης της χώρας, η αντιμετώπιση της διάλυσης των εργασιακών
σχέσεων και της υπεράσπισης των δικαιωμάτων δεν είναι μια εύκολη
υπόθεση.
Σ’ αυτές
τις συνθήκες και σ’ αυτό το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, η μάχη
για σταθερές εργασιακές σχέσεις πλήρους απασχόλησης και η απασχόληση
αυτών των κατηγοριών εργαζομένων σε αντικείμενα που δεν άπτονται των
πάγιων και διαρκών αναγκών, είναι γράμμα κενό, φαίνεται σαν σωστή, όμως
μένει στον αέρα και δεν δημιουργεί όρους κινήματος και αναστροφής αυτής
της κατάστασης.
Σήμερα πρωτίστως χρειάζεται τα συνδικάτα του δημοσίου να παλέψουν:
1.Για εφαρμογή ενιαίου συστήματος αμοιβών και δικαιωμάτων
για όλους, ανεξάρτητα σχέσης εργασίας και φορέα απασχόλησης, ανάλογα με
τη δουλειά που προσφέρουν, την εμπειρία και την ειδίκευση που έχουν και
2.Για ουσιαστική και παραγωγική
αξιοποίηση αυτού του προσωπικού, εκεί που υπάρχουν πραγματικές
ελλείψεις και οξυμμένες κοινωνικές ανάγκες και όχι να στοιβάζεται σε
γραφεία, χωρίς αντικείμενο εργασίας, μόνο και μόνο να παίρνουν
το φιλοδώρημα και να αναπαράγονται στη συνείδηση των ίδιων και της
κοινωνίας οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες περί άχρηστου-αντιπαραγωγικού
δημοσίου και τεμπέληδων δημοσίων υπαλλήλων.
Έτσι μόνο μπορούν με τον καλύτερο τρόπο να υπερασπιστούν τη σταθερή εργασία, για όσους την έχουν ακόμη, και να οικοδομήσουν ένα ευρύ εργατικό και κοινωνικό μέτωπο για τη διασφάλιση και την επαναφορά των εργασιακών δικαιωμάτων και του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα των υπηρεσιών.
Και έτσι στις κινητοποιήσεις και στα αιτήματα θα βλέπουν όλοι οι εργαζόμενοι και τον εαυτό τους, δεν θα μένουν αδιάφοροι και δεν θα χρησιμοποιούνται αυτοί οι εργαζόμενοι ως απεργοσπαστικός μηχανισμός.
Κατά συνέπεια αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα η ένταξη όλων των εργαζομένων του δημοσίου σε ενιαία συνδικάτα, ανεξάρτητα από σχέση εργασίας και φορέα απασχόλησης.
Οι
απόψεις ότι αυτοί οι εργαζόμενοι σε πέντε μήνες θα φύγουν και δεν μπορεί
να καθορίζουν τους συσχετισμούς για την υπόλοιπη διετία ή τριετία της
θητείας της διοίκησης του σωματείου, είναι αδικαιολόγητες και
αβάσιμες, διευκολύνουν την κυβέρνηση να κρατά διασπασμένο και
συντεχνιακά δομημένο το σ.κ και κυρίως δεν δημιουργούν την αίσθηση της
κοινότητας των συμφερόντων της εργατικής πλευράς, δεν καλλιεργούν την
αλληλεγγύη και δεν διαπαιδαγωγούν τους εργαζόμενους στην συλλογική
δράση.
Στις θέσεις για τη νέα παράταξη, σελ. 12 αναφέρεται ότι [...]Το
σ.κ πρέπει να συμπεριλάβει εντός των τειχών του τους ευάλωτους και τους
πιο αδικημένους, να πάρει πρωτοβουλίες ώστε αυτοί να ενταχθούν στα
συνδικάτα και στις μάχες των νέων διεκδικήσεων[...].
Οι
ταξικές δυνάμεις στο εργατικό κίνημα και οι δυνάμεις της Εργατικής
Ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να πρωτοστατήσουν στην ένταξη όλων των
εργαζομένων και των ανέργων στο εργατικό κίνημα, σε ενιαία συνδικάτα και
στην υπέρβαση της διάσπασης του εργατικού κινήματος και του διαχωρισμού τους σε συνδικάτα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, κάτω από τη σκέπη μιας ενιαίας εργατικής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας.
Αν σε
κάτι, οι άλλες δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς στην ΑΔΕΔΥ, που
αναφέρονται πολιτικά στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, φέρνουν σημαντική ευθύνη
είναι η άρνηση τους να συγκροτήσουμε μαζί προεδρείο στην ΑΔΕΔΥ
για να ανοίξει, μεταξύ των άλλων, η δρομολόγηση των διαδικασιών ένταξης
όλων όσοι εργάζονται στις δημόσιες υπηρεσίες, ανεξάρτητα σχέσης
εργασίας και εργοδότη, στα σωματεία, τις ομοσπονδίες και την ΑΔΕΔΥ και
να δημιουργηθούν defacto οι όροι της ενοποίησης των δύο συνομοσπονδιών
ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.
Η ιδρυτική συνδιάσκεψη, στις 15-16 Μάρτη 2014 στην Αθήνα, για τη δημιουργία ενιαίας εργατικής συνδικαλιστικής παράταξης και η συγκρότηση ενός ισχυρού αυτόνομου ταξικού ρεύματος στο εργατικό κίνημα,
θα συμβάλει σ’ αυτή την κατεύθυνση, θα ταράξει τα βαλτωμένα νερά στο
σ.κ και θα δημιουργήσει τους όρους της εργατικής αντεπίθεσης και της
νίκης απέναντι στις δυνάμεις του κεφαλαίου.
*Ο Γ.Χαρίσης είναι μέλος της γραμματείας της Αυτόνομης Παρέμβασης και της επιτροπής πρωτοβουλίας για τη δημιουργία νεας παράταξης.