Του Γιώργου Πετρόπουλου*
Ο χώρος του Δημοσίου αποτέλεσε πρωταρχικό πεδίο εφαρμογής των πολιτικών όπως αυτές υλοποιήθηκαν από τα αλλεπάλληλα Μνημόνια. Στην προσπάθεια αυτή επιστρατεύτηκαν στερεοτυπικές εικόνες αναποτελεσματικότητας των λειτουργιών του Δημοσίου ή ανικανότητας των υπηρετούντων σε αυτό. Ήταν μια καθιερωμένη αφήγηση για τους περισσότερους, απόηχος πολυετούς ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού στην ιδιαίτερη ελληνική «εκσυγχρονιστική» εκδοχή του.
Η παρεμβάσεις των μνημονιακών κυβερνήσεων ικανοποιούσαν δύο παράλληλες προτεραιότητες. Την κατάργηση δομών, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές που παρέχουν κοινωνικά αγαθά (Υγεία, Παιδεία), με την παράλληλη εκχώρηση των αρμοδιοτήτων τους στην ιδιωτική - παρασιτική - κερδοσκοπία. Η παραδοξότητα εδώ έγκειται στην πλήρη αντιστροφή της διακηρυσσόμενης από τις κυβερνήσεις πρόθεσης, καθώς το κόστος ήταν πολλαπλάσιο για τους πολίτες και οι υπηρεσίες αμφιβόλου ποιότητας.
Η δεύτερη προτεραιότητα αφορούσε παρεμβάσεις που αποσκοπούσαν στις μειώσεις μισθών αλλά και στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, που με τη σειρά τους οδηγούσαν σε ανάλογες επιπτώσεις στον ιδιωτικό τομέα. «Πυροδοτήθηκε» έτσι ένας φαύλος κύκλος συνεχούς επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων συνολικά. Έτσι, από τις 22 Μαρτίου έχουμε τους πρώτους -μετά από έναν αιώνα- απολυμένους του Δημοσίου να διογκώνουν τις ήδη εφιαλτικές στατιστικές της ανεργίας. Και είναι η αρχή μιας μακάβριας ακολουθίας από εκπαιδευτικούς, καθαρίστριες, σχολικούς φύλακες, διοικητικούς των ΑΕΙ να προστίθεται σε αυτές.
Η πολιτική της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, της μείωσης των μισθών και των απολύσεων στο Δημόσιο αποτελεί στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης και θα συνεχιστεί με ιδιαίτερη ένταση και το επόμενο διάστημα. Στην κατεύθυνση αυτή θα επιχειρηθεί η κατάργηση θέσεων και η αντικατάσταση των «ακριβών» εργαζομένων με ενοικιαζόμενο προσωπικό χωρίς δικαιώματα και με μισθούς-φιλοδωρήματα.
Για την επίτευξη του στόχου της, η κυβέρνηση διαθέτει μια σειρά από «εργαλεία». Το απευθείας κλείσιμο δομών και τη διαθεσιμότητα ή την απόλυση του προσωπικού, την μονιμοποίηση της «κινητικότητας» και την περαιτέρω θεσμοθέτηση του outsourcing. Καταλυτική θα είναι η προσπάθεια εφαρμογής της υποτιθέμενης αξιολόγησης μέσω της οποίας εισάγεται η υποχρεωτική ποσόστωση με βάση την οποία θα «ταξινομείται» το προσωπικό. Πρόκειται για σύστημα που δεν αντέχει σε μεθοδολογική η επιστημονική κριτική, δεν εφαρμόζεται στον δημόσιο τομέα πουθενά στον κόσμο και πλέον εγκαταλείπεται και από τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η δημιουργία μόνιμου μηχανισμού διαθεσιμοτήτων και απολύσεων, καθώς και η σύνδεση των αποτελεσμάτων της «αξιολόγησης» με τους μισθούς. Υπάρχει όμως και μια υπόρρητη και καθόλου δευτερεύουσα αξίωση η άσκηση βιοπολιτικής μέσω της «αξιολόγησης». Η χρήση της δηλαδή ως μηχανισμού ελέγχου και συναίνεσης στην εφαρμοζόμενη πολιτική και η φιλοδοξία για ανασύσταση των αποσαρθρωμένων πελατειακών μηχανισμών που πλέον θα εσωτερικεύουν την αγωνία και τον φόβο της απόλυσης.
Τέσσερα χρόνια Μνημονίου και οι διάχυτες εικόνες της κοινωνικής καταστροφής δεν αφήνουν πια περιθώρια για τις αυταπάτες και τις ιδεολογικές αφέλειες που πάνω τους επένδυσαν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί.
Η πολιτική αυτή δεν θα σταματήσει αν δεν φροντίσουμε εμείς να τη σταματήσουμε. Αφήνοντας πίσω τη μελαγχολική διαπίστωση για την επικαιρότητα των συνθημάτων του Σικάγο του 19ου στην Αθήνα του 21ου αιώνα, ας αναζητήσουμε τις αξίες της μαχητικότητας και της συλλογικής δράσης που μας κληροδότησαν οι αιώνες των εργατικών αγώνων. Για μια πολιτική που θα θέσει στο περιθώριο την κοινωνική βαρβαρότητα του Μνημονίου και τους παρηκμασμένους υποστηρικτές του και στο επίκεντρό της τις δυνάμεις τις εργασίας και την ελπίδα για το μέλλον.
*Ο Γιώργος Πετρόπουλος είναι μέλος της Ε.Ε. της ΑΔΕΔΥ