Τι γνωμοδοτούν καθηγητές Πανεπιστημίου και νομικοί για την εκβιαστική και απεργοσπαστική «τροπολογία Γεροβασίλη»
Τις τελικές απαντήσεις – γνωμοδοτήσεις για το ζήτημα απεργίας – αποχής από την «αξιολόγηση» και για τη συμμετοχή στις διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων σε σχετικό ερώτημα που τους ετέθη, γνωστοποιεί η εκτελεστική επιτροπή της ΑΔΕΔΥ τους εργαζομένους στο Δημόσιο.
Η διάταξη του άρθρου 36 του Ν.4489/17 είναι προδήλως αντισυνταγματική, όπως φαίνεται και από τις γνωμοδοτήσεις δύο πανεπιστημιακών, του Πάνου Λαζαράτου, καθηγητή Διοικητικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών και του Άρι Καζάκου, ομότιμου καθηγητή Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς και της δικηγόρου –εργατολόγου Μαρίας-Μαγδαληνή Τσίπρα.
Υπενθυμίζεται πως η κυβέρνηση και η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης Όλγα Γεροβασίλη, με τη διάταξη του άρθρου 36 του Ν. 4489/17 που ψήφισαν στις 21 του Σεπτέμβρη στη Βουλή, θεσμοθέτησαν την ανταπεργία – αφού προβλέπει τιμωρητικά μέτρα για όλους όσοι συμμετέχουν στην απεργία-αποχή της ΑΔΕΔΥ, που είναι καθ’ όλα νόμιμη – κάτι που καμία κυβέρνηση από τη μεταπολίτευση και μετά δεν τόλμησε να νομοθετήσει.
Πάνος Λαζαράτος, καθηγητής ΕΚΠΑ
«Η μη υποβολή και σύνταξη εκθέσεως αξιολογήσεως από αξιολογούμενο και αξιολογητή, κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος απεργίας τους, εμποδίζει την επέλευση των προβλεπόμενων στις παρ.1-6 του άρθρου 24Α ν.4369/2016 εννόμων συνεπειών μέχρι να κριθεί (τυχόν) η κηρυχθείσα απεργία παράνομη με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, από την δημοσίευση της οποίας, και μόνο για το χρονικό διάστημα μετά από αυτή, μπορούν να επιβληθούν οι προβλεπόμενες στις ανωτέρω διατάξεις κυρώσεις, εφόσον ασφαλώς εξακολουθούν να απεργούν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι» (ΕΔΩ αναλυτικότερα).
Άρις Γ. Καζάκος, καθηγητής ΑΠΘ
Το τελικό συμπέρασμα των αναλύσεων που προηγήθηκαν είναι ότι οι υπάλληλοι δεν μπορούν να διωχθούν ή να τους επιβληθούν κυρώσεις κάθε είδους, επομένως ούτε η κύρωση του άρθρου 36 παρ. 4 ν. 4489/2017 λόγω της συμμετοχής τους στην απεργία της ΑΔΕΔΥ, όσο αυτή συνεχίζεται και καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, σε αρμονία με τη θεμελιώδη απόφαση της ΟλΑΠ 27/2004. Όσο η απεργία παράγει το ανασταλτικό αποτέλεσμά της σε σχέση με τα καθήκοντα των υπαλλήλων / απεργών η αποχή τους από τις διαδικασίες αξιολόγησης είναι καθόλα νόμιμη.
Σε περίπτωση τώρα που η απεργία συνεχιστεί και μετά την παύση του τεκμηρίου νομιμότητας, δηλαδή μετά την τελεσιδικία της απόφασης που αναγνωρίζει, τυχόν, παράνομο χαρακτήρα της απεργίας, στους υπαλλήλους που, τυχόν, θα συμμετάσχουν σε αυτή δεν μπορεί να επιβληθεί η στέρηση συμμετοχής των αξιολογητών των υπαλλήλων σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 και του ν. 3584/2007 ή σύμφωνα με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις, αν υπαιτίως δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση αξιολόγησης των υφισταμένων τους (άρθρο 36 παρ. 4 ν.4489/2017). Ο τιμωρητικός χαρακτήρας της εδώ εξεταζόμενης διάταξης την εντάσσει στο σύστημα των αρχών που πρέπει να τηρούνται σε κάθε περίπτωση τιμώρησης, ποινικής ή πειθαρχικής. Επομένως, τυχόν επιβολή της στέρησης συμμετοχής των αξιολογητών των υπαλλήλων σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις στις οποίες θεμελιώνονται οι αρχές του πειθαρχικού δικαίου, ουσιαστικές και δικονομικές, και επομένως η διάταξη του άρθρου 36 παρ. 4 ν. 4489/2017 δεν μπορεί να εφαρμοστεί λόγω αντίθεσης στις διατάξεις του Συντάγματος που παρατέθηκαν παραπάνω.
Οι υπάλληλοι που, τυχόν, συνεχίζουν μια απεργία και μετά την τελεσίδικη δικαστική διάγνωση του παράνομου χαρακτήρα της έχουν αξίωση, εάν διωχθούν, να κριθούν με βάση τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου του ΥπαλλΚώδικα (άρθρα 106 επ.), με την τήρηση όλων των εγγυήσεων υπέρ των πειθαρχικά διωκομένων και ιδίως των αρχών, ουσιαστικών και δικονομικών, του πειθαρχικού δικαίου. Άλλωστε, στο ισχύον πειθαρχικό δίκαιο η στέρηση συμμετοχής του άρθρου 36 παρ. 4 ν. 4489/2017 δεν περιλαμβάνεται στις πειθαρχικές ποινές του άρθρου 109 παρ. 1 ΥπαλλΚώδικα. Επομένως δεν θα μπορούσε να επιβληθεί μια τέτοια κύρωση στους υπαλλήλους, ακόμη και αν ακολουθούνταν η πειθαρχική διαδικασία, γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο προς την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa που θεμελιώνεται στο άρθρο 7 παρ. 1 Σ. (ΕΔΩ αναλυτικότερα).
Μαρία-Μαγδαληνή Τσίπρα, δικηγόρος – εργατολόγος
Συνεπεία των ανωτέρω είναι προφανές, ότι οποιαδήποτε έμμεση ή άμεση δυσμενής διοικητική συνέπεια ή μέτρο ή διάκριση στην υπηρεσιακή κατάσταση εις βάρος των απεργών Δημοσίων Υπαλλήλων, εξαιτίας της συμμετοχής τους σε νομίμως κηρυχθείσα απεργιακή κινητοποίηση, είναι αντίθετη τόσο προς το Σύνταγμα όσο και προς τις εθνικές και υπερνομοθετικές διατάξεις, που προστατεύουν το δικαίωμα της απεργίας.
Η απάντηση, συνεπώς, που αρμόζει στο ερώτημα, που ετέθη είναι, ότι η μη εκπλήρωση της «υποχρέωσης αξιολόγησης», όταν οφείλεται σε συμμετοχή σε νομίμως προκηρυχθείσα απεργία δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αποστέρησης από τους υπαλλήλους της δυνατότητας συμμετοχής σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης Προϊσταμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3528/2007 και του Ν.3584/2007 ή σύμφωνα με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις. Ομοίως, εάν δεν μπορεί να βεβαιωθεί η τήρηση των υποχρεώσεων για συμμετοχή στην διαδικασία αξιολόγησης, για λόγους, που συνδέονται με συμμετοχή σε νομίμως προκηρυχθείσα απεργία, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την συμμετοχή υπαλλήλου σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης Προϊσταμένων ή να επιφέρει οποιαδήποτε μορφή δυσμενούς (διοικητικής ή άλλης φύσεως) συνέπεια εις βάρος του (ΕΔΩ αναλυτικότερα).
Η Ανακοίνωση της ΠΟΕ-ΟΤΑ ΕΔΩ